Ancient Greek-English Dictionary Language

πανοῦργος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πανοῦργος

Structure: πανουργ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)/rgw

Sense

  1. Literally ready to do anything, but nearly always in a bad sense: knavish, roguish, villainous, treacherous, sly

Examples

  • ἄφρων μυκτηρίζει παιδείαν πατρόσ, ὁ δὲ φυλάσσων ἐντολὰσ πανουργότεροσ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 15:5)
  • λοιμοῦ μαστιγουμένου, ἄφρων πανουργότεροσ γίνεται. ἐὰν δὲ ἐλέγχῃσ ἄνδρα φρόνιμον, νοήσει αἴσθησιν. (Septuagint, Liber Proverbiorum 19:23)
  • ζημιουμένου ἀκολάστου πανουργότεροσ γίνεται ὁ ἄκακοσ, συνίων δὲ σοφὸσ δέξεται γνῶσιν. (Septuagint, Liber Proverbiorum 21:10)
  • τοσοῦτον δ’ ἴσθ’ ὅτι, εἰ μή μ’ ἐάσεισ ἐπιτροπεύειν, ἕτεροσ αὖ ἐμοῦ πανουργότερόσ τισ ἀναφανήσεται. (Aristotle, Episode6)
  • ὧν ὁ μὲν ἁπλούστεροσ οὐκ οἰέται δεῖν οὐδ’ ἀξιοῖ σύμβουλοσ εἶναι πραγμάτων τηλικούτων ἀλλ’ ὑπουργὸσ καὶ διάκονοσ, ὁ δὲ πανουργότεροσ ἔστη μὲν ἐν τῷ συνδιαπορεῖν καὶ τὰσ ὀφρῦσ συνάγειν καὶ συνδιανεύειν τῷ προσώπῳ, λέγει δ’ οὐδέν· (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 22 12:1)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION