헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παιδευτής

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παιδευτής παιδευτοῦ

형태분석: παιδευτ (어간) + ης (어미)

어원: paideu/w

  1. 선생, 교원, 교사, 스승
  1. a teacher, instructor, preceptor
  2. a corrector, chastiser

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 παιδευτής

선생이

παιδευτᾱ́

선생들이

παιδευταί

선생들이

속격 παιδευτοῦ

선생의

παιδευταῖν

선생들의

παιδευτῶν

선생들의

여격 παιδευτῇ

선생에게

παιδευταῖν

선생들에게

παιδευταῖς

선생들에게

대격 παιδευτήν

선생을

παιδευτᾱ́

선생들을

παιδευτᾱ́ς

선생들을

호격 παιδευτά

선생아

παιδευτᾱ́

선생들아

παιδευταί

선생들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταὐτὸν δή μοι τοῦθ’ ἡ βασιλικὴ φαίνεται πᾶσι τοῖσ κατὰ νόμον παιδευταῖσ καὶ τροφεῦσιν, τὴν τῆσ ἐπιστατικῆσ αὐτὴ δύναμιν ἔχουσα, οὐκ ἐπιτρέψειν ἀσκεῖν ὅτι μή τισ πρὸσ τὴν αὑτῆσ σύγκρασιν ἀπεργαζόμενοσ ἦθόσ τι πρέπον ἀποτελεῖ, ταῦτα δὲ μόνα παρακελεύεσθαι παιδεύειν· (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 310:3)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 310:3)

  • κατὰ μὲν γὰρ τὴν τοῦ παιδὸσ ἡλικίαν παιδευταῖσ ἐχρήσατο τοῖσ ἀρίστοισ, ἀνδρωθεὶσ δὲ συνδιέτριψε τοῖσ μεγίστην ἔχουσι δύναμιν ἐπὶ φιλοσοφίᾳ. (Diodorus Siculus, Library, fragmenta libri ix, chapter 1 4:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, fragmenta libri ix, chapter 1 4:1)

  • ἐπεδέξαντο γὰρ σίτου μυριάδασ ὀκτὼ καὶ εἴκοσι παρ’ Εὐμένουσ χάριν τοῦ τὸ λογευθὲν ἐκ τούτων δανείζεσθαι, τὸν δὲ τόκον εἰσ τοὺσ μισθοὺσ ὑπάρχειν τοῖσ παιδευταῖσ καὶ διδασκάλοισ τῶν υἱῶν. (Polybius, Histories, book 31, ii. res graeciae 1:2)

    (폴리비오스, Histories, book 31, ii. res graeciae 1:2)

유의어

  1. 선생

  2. a corrector

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION