- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀχληρός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: ochlēros 고전 발음: [레:로] 신약 발음: [레로]

기본형: ὀχληρός ὀχληρή ὀχληρόν

형태분석: ὀχληρ (어간) + ος (어미)

어원: from ὀχλέω

  1. 귀찮은, 말썽부리는, 짜증나는, 불쾌한
  1. troublesome, irksome, importunate

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ὀχληρός

귀찮은 (이)가

ὀχληρά

귀찮은 (이)가

ὀχληρόν

귀찮은 (것)가

속격 ὀχληροῦ

귀찮은 (이)의

ὀχληρᾶς

귀찮은 (이)의

ὀχληροῦ

귀찮은 (것)의

여격 ὀχληρῷ

귀찮은 (이)에게

ὀχληρᾷ

귀찮은 (이)에게

ὀχληρῷ

귀찮은 (것)에게

대격 ὀχληρόν

귀찮은 (이)를

ὀχληράν

귀찮은 (이)를

ὀχληρόν

귀찮은 (것)를

호격 ὀχληρέ

귀찮은 (이)야

ὀχληρά

귀찮은 (이)야

ὀχληρόν

귀찮은 (것)야

쌍수주/대/호 ὀχληρώ

귀찮은 (이)들이

ὀχληρά

귀찮은 (이)들이

ὀχληρώ

귀찮은 (것)들이

속/여 ὀχληροῖν

귀찮은 (이)들의

ὀχληραῖν

귀찮은 (이)들의

ὀχληροῖν

귀찮은 (것)들의

복수주격 ὀχληροί

귀찮은 (이)들이

ὀχληραί

귀찮은 (이)들이

ὀχληρά

귀찮은 (것)들이

속격 ὀχληρῶν

귀찮은 (이)들의

ὀχληρῶν

귀찮은 (이)들의

ὀχληρῶν

귀찮은 (것)들의

여격 ὀχληροῖς

귀찮은 (이)들에게

ὀχληραῖς

귀찮은 (이)들에게

ὀχληροῖς

귀찮은 (것)들에게

대격 ὀχληρούς

귀찮은 (이)들을

ὀχληράς

귀찮은 (이)들을

ὀχληρά

귀찮은 (것)들을

호격 ὀχληροί

귀찮은 (이)들아

ὀχληραί

귀찮은 (이)들아

ὀχληρά

귀찮은 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἑτέρα δέ τις ἐπὶ τὴν ἐκείνης παρελθοῦσα τάξιν, ἀφόρητος ἀναιδείᾳ θεατρικῇ καὶ ἀνάγωγος καὶ οὔτε φιλοσοφίας οὔτε ἄλλου παιδεύματος οὐδενὸς μετειληφυῖα ἐλευθερίου, λαθοῦσα καὶ παρακρουσαμένη τὴν τῶν ὄχλων ἄγνοιαν, οὐ μόνον ἐν εὐπορίᾳ καὶ τρυφῇ καὶ μορφῇ πλείονι τῆς ἑτέρας διῆγεν, ἀλλὰ καὶ τὰς τιμὰς καὶ τὰς προστασίας τῶν πόλεων, ἃς ἔδει τὴν φιλόσοφον ἔχειν, εἰς ἑαυτὴν ἀνηρτήσατο καὶ ἦν φορτική τις πάνυ καὶ ὀχληρὰ καὶ τελευτῶσα παραπλησίαν ἐποίησε γενέσθαι τὴν Ἑλλάδα ταῖς τῶν ἀσώτων καὶ κακοδαιμόνων οἰκίαις. (Dionysius of Halicarnassus, De antiquis oratoribus, chapter 1 1:1)

    (디오니시오스, De antiquis oratoribus, chapter 1 1:1)

  • οὐ καταφρονηθήσῃ γέρων γενόμενος οὐδὲ ὀχληρὸς ἔσῃ τοῖς νέοις βλεπόμενος. (Lucian, (no name) 16:12)

    (루키아노스, (no name) 16:12)

  • ἀλλὰ πολλῆς μὲν τῆς διαδρομῆς δεῖ,^ συνεχοῦς δὲ τῆς θυραυλίας, ἑώθέν τε ἐξανιστάμενον περιμένειν ὠθούμενον καὶ ἀποκλειόμενον καὶ ἀναίσχυντον ἐνίοτε καὶ ὀχληρὸν δοκοῦντα καὶ ὑπὸ θυρωρῷ κακῶς συρίζοντι καὶ ὀνομακλήτορι Λιβυκῷ ταττόμενον καὶ μισθὸν τελοῦντα τῆς μνήμης τοῦ ὀνόματος. (Lucian, De mercede, (no name) 10:3)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 10:3)

  • ὁ μὲν γὰρ μισθὸς αὐτὸς κατὰ δυ ὀβολοὺς ἢ τέτταρας, καὶ βαρὺς αἰτῶν σὺ καὶ ὀχληρὸς δοκεῖς. (Lucian, De mercede, (no name) 38:1)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 38:1)

  • ἀλλ ἐπεὶ κἀν τοῖς γυμνασίοις καὶ λουτροῖς ὀχληρὸς ἦν θλίβων τοῖς οἰκέταις καὶ στενοχωρῶν τοὺς ἀπαντῶντας, ἡσυχῇ τις ἂν ὑπεφθέγξατο προσποιούμενος λανθάνειν, ὥσπερ οὐ πρὸς αὐτὸν ἐκεῖνον ἀποτείνων, Δέδοικε μὴ παραπόληται μεταξὺ λουόμενος: (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 13:3)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 13:3)

  • ἴσθ ὀχληρὸς ὢν δόμοις. (Aristophanes, Acharnians, Lyric-Scene, iambics 3:9)

    (아리스토파네스, Acharnians, Lyric-Scene, iambics 3:9)

  • καὶ γάρ εἰμ ἄγαν ὀχληρός, οὐ δοκῶν με κοιράνους στυγεῖν. (Aristophanes, Acharnians, Lyric-Scene, iambics 3:25)

    (아리스토파네스, Acharnians, Lyric-Scene, iambics 3:25)

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION