- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄρνις?

3군 변화 명사; 남/여성 동물 로마알파벳 전사: ornis 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὄρνις ὄρνιθος

형태분석: ὀρνιθ (어간) + ς (어미)

어원: gen. ὄρνι_θος; acc. ὄρνιθα and ὄρνιν

  1. bird
  2. chicken

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὄρνις

새가

ὄρνιθε

새들이

ὄρνιθες

새들이

속격 ὄρνιθος

새의

ὀρνίθοιν

새들의

ὀρνίθων

새들의

여격 ὄρνιθι

새에게

ὀρνίθοιν

새들에게

ὄρνισι(ν)

새들에게

대격 ὄρνιθα

새를

ὄρνιθε

새들을

ὄρνιθας

새들을

호격 ὄρνι

새야

ὄρνιθε

새들아

ὄρνιθες

새들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢ ἐθέλεις ἵππου μὲν θέοντος καὶ ὀρνίθων καὶ ἀνδρῶν κινεομένων ^ λίθους ἀνασαλεύεσθαι καὶ κάρφεα δονέεσθαι ὑπὸ τῶν ἀνέμων τοῦ δρόμου, ὑπὸ δὲ τῇ δίνῃ τῶν ἀστέρων μηδὲν ἄλλο γίγνεσθαι · (Lucian, De astrologia, (no name) 29:2)

    (루키아노스, De astrologia, (no name) 29:2)

  • ὀρνίθων τε αὐτέοισι περιστερὴ δοκέει χρῆμα ἱρότατον καὶ οὐδὲ ψαύειν αὐτέων δικαιέουσιν: (Lucian, De Syria dea, (no name) 54:4)

    (루키아노스, De Syria dea, (no name) 54:4)

  • ^ τῶν δὲ ὑποβρυχίων τὰ σελάχια πολλὰ καὶ ὅσα ὀστράκινα τὸ δέρμα καὶ τεμάχη Ποντικὰ τῶν ἐκ σαργάνης καὶ κωπαϊ´δες καὶ ὄρνις σύντροφος καὶ ἀλεκτρυὼν ἤδη ἀπῳδὸς καὶ ἰχθὺς ἦν παράσιτος: (Lucian, Lexiphanes, (no name) 6:4)

    (루키아노스, Lexiphanes, (no name) 6:4)

  • ὣς ἔφατ ὠκυπέτης ἴρηξ, τανυσίπτερος ὄρνις. (Hesiod, Works and Days, Book WD 26:1)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 26:1)

  • κεκράτηκας οὖν, ὦ μακάριε, καὶ ἔστεψαι τὰ Ὀλύμπια, μᾶλλον δὲ Βαβυλῶνα εἴληφας ἢ τὴν Σάρδεων ἀκρόπολιν καθῄρηκας, καὶ ἕξεις τὸ τῆς Ἀμαλθείας κέρας καὶ ἀμέλξεις ὀρνίθων γάλα. (Lucian, De mercede, (no name) 13:1)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 13:1)

  • ἀγνωμοσύνη γὰρ δὴ ^ τοῦτό γε - οὔτε ἡ ὄρνις ὁμοία ταῖς ἄλλαις, ἀλλὰ τῷ μὲν πλησίον παχεῖα καὶ πιμελής, σοὶ δὲ νεοττὸς ἡμίτομος ἢ φάττα τις ὑπόσκληρος, ὕβρις ἄντικρυς καὶ ἀτιμία. (Lucian, De mercede, (no name) 26:3)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 26:3)

  • αὐτὰρ ὅ γ ἧπαρ ἤσθιεν ἀθάνατον, τὸ δ ἀέξετο ἶσον ἁπάντη νυκτός ὅσον πρόπαν ἦμαρ ἔδοι τανυσίπτερος ὄρνις. (Hesiod, Theogony, Book Th. 48:10)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 48:10)

  • εἰπὲ δὲ ὅμως, ὦ Μνησάρχου παῖ, ὅπως ἡμῖν ἀντὶ μὲν ἀνθρώπου ὄρνις, ἀντὶ δὲ Σαμίου Ταναγραῖος ἀναπέφηνας: (Lucian, Gallus, (no name) 4:10)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 4:10)

유의어

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION