- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄκνος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: oknos 고전 발음: [옥노] 신약 발음: [옥노]

기본형: ὄκνος

  1. 망설임, 주저, 게으름, 나태, 흔들림
  2. 공포, 두려움, 겁
  3. 질투, 원한
  1. shrinking, hesitation, unreadiness, sluggishness
  2. alarm, fear
  3. grudge
  4. hesitate

예문

  • ὄκνος γὰρ τοῖς φίλοις κακὸν μέγα. (Euripides, episode, trochees 2:18)

    (에우리피데스, episode, trochees 2:18)

  • περὶ δὲ τοῦ ῥηθήσεσθαι μέλλοντος ἀμφίδοξός εἰμι καὶ διχογνώμων, καὶ τῇδε κἀκεῖσε μετακλίνων ὡς ἐπὶ πλάστιγγος πρὸς οὐδέτερον ῥέψαι δύναμαι, πολὺς δ ὄκνος ἔχει με καὶ τῆς εἰσηγήσεως καὶ τῆς ἀποτροπῆς τοῦ πράγματος. (Plutarch, De liberis educandis, section 15 1:2)

    (플루타르코스, De liberis educandis, section 15 1:2)

  • πολὺν δὲ χρόνον ὄκνος ἦν καὶ μέλλησις ἀμφοτέροις τῆς ἐπιχειρήσεως: (Plutarch, chapter 27 2:3)

    (플루타르코스, chapter 27 2:3)

  • περὶ τὰ κοινὰ καὶ φροντίδι πρὸς ἅπασαν ἀρχὴν ἀεὶ διαμιλλητέον, ἂν μὲν ὦσι χαρίεντες, αὐτὸν ὑφηγούμενον ἃ δεῖ καὶ φράζοντα καὶ διδόντα χρῆσθαι τοῖς βεβουλευμένοις ὀρθῶς καὶ τὸ κοινὸν εὐδοκιμεῖν ὠφελοῦντα 25, ἐὰν δ ἐνῇ τις ἐκείνοις ὄκνος ἢ μέλλησις ἢ κακοήθεια πρὸς τὴν πρᾶξιν, οὕτω χρὴ παρεῖναι καὶ λέγειν αὐτὸν εἰς τοὺς πολλοὺς καὶ μὴ παραμελεῖν μηδ ὑφίεσθαι τῶν κοινῶν, ὡς, οὐ προσῆκον, ἄρχοντος ἑτέρου, πολυπραγμονεῖν καὶ παραδιοικεῖν. (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 232)

    (플루타르코스, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 232)

  • τοῦ πόνου γὰρ οὐκ ὄκνος, ἐπείπερ οὕτω σοί τ ἔδοξ ἐμοί τε δρᾶν. (Sophocles, Philoctetes, episode12)

    (소포클레스, 필록테테스, episode12)

유의어

  1. 공포

  2. hesitate

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION