Ancient Greek-English Dictionary Language

οἰνοποτάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: οἰνοποτάζω

Structure: οἰνοποτάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: poto/n

Sense

  1. to drink wine

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular οἰνοποτάζω οἰνοποτάζεις οἰνοποτάζει
Dual οἰνοποτάζετον οἰνοποτάζετον
Plural οἰνοποτάζομεν οἰνοποτάζετε οἰνοποτάζουσιν*
SubjunctiveSingular οἰνοποτάζω οἰνοποτάζῃς οἰνοποτάζῃ
Dual οἰνοποτάζητον οἰνοποτάζητον
Plural οἰνοποτάζωμεν οἰνοποτάζητε οἰνοποτάζωσιν*
OptativeSingular οἰνοποτάζοιμι οἰνοποτάζοις οἰνοποτάζοι
Dual οἰνοποτάζοιτον οἰνοποταζοίτην
Plural οἰνοποτάζοιμεν οἰνοποτάζοιτε οἰνοποτάζοιεν
ImperativeSingular οἰνοπόταζε οἰνοποταζέτω
Dual οἰνοποτάζετον οἰνοποταζέτων
Plural οἰνοποτάζετε οἰνοποταζόντων, οἰνοποταζέτωσαν
Infinitive οἰνοποτάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
οἰνοποταζων οἰνοποταζοντος οἰνοποταζουσα οἰνοποταζουσης οἰνοποταζον οἰνοποταζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular οἰνοποτάζομαι οἰνοποτάζει, οἰνοποτάζῃ οἰνοποτάζεται
Dual οἰνοποτάζεσθον οἰνοποτάζεσθον
Plural οἰνοποταζόμεθα οἰνοποτάζεσθε οἰνοποτάζονται
SubjunctiveSingular οἰνοποτάζωμαι οἰνοποτάζῃ οἰνοποτάζηται
Dual οἰνοποτάζησθον οἰνοποτάζησθον
Plural οἰνοποταζώμεθα οἰνοποτάζησθε οἰνοποτάζωνται
OptativeSingular οἰνοποταζοίμην οἰνοποτάζοιο οἰνοποτάζοιτο
Dual οἰνοποτάζοισθον οἰνοποταζοίσθην
Plural οἰνοποταζοίμεθα οἰνοποτάζοισθε οἰνοποτάζοιντο
ImperativeSingular οἰνοποτάζου οἰνοποταζέσθω
Dual οἰνοποτάζεσθον οἰνοποταζέσθων
Plural οἰνοποτάζεσθε οἰνοποταζέσθων, οἰνοποταζέσθωσαν
Infinitive οἰνοποτάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
οἰνοποταζομενος οἰνοποταζομενου οἰνοποταζομενη οἰνοποταζομενης οἰνοποταζομενον οἰνοποταζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • χρὴ δ’ ἐν συμποσίῳ κυλίκων περινισομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 31 4:2)
  • χρὴ δ’ ἐν συμποσίῳ κυλίκων περινισομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 80)
  • ἔνθα δὲ πατρὸσ ἐμοῖο θρόνοσ ποτικέκλιται αὐτῇ, τῷ ὅ γε οἰνοποτάζει ἐφήμενοσ ἀθάνατοσ ὥσ. (Homer, Odyssey, Book 6 26:12)

Synonyms

  1. to drink wine

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION