헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

οἰκτείρω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: οἰκτείρω

형태분석: οἰκτείρ (어간) + ω (인칭어미)

어원: oi)=ktos

  1. 동정하다, 애처롭게 여기다, 연민하다
  2. 후회하다, 미안해하다
  1. to pity, feel pity for, have pity upon, to pity, for or because of
  2. I am sorry

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 οἰκτείρω

(나는) 동정한다

οἰκτείρεις

(너는) 동정한다

οἰκτείρει

(그는) 동정한다

쌍수 οἰκτείρετον

(너희 둘은) 동정한다

οἰκτείρετον

(그 둘은) 동정한다

복수 οἰκτείρομεν

(우리는) 동정한다

οἰκτείρετε

(너희는) 동정한다

οἰκτείρουσιν*

(그들은) 동정한다

접속법단수 οἰκτείρω

(나는) 동정하자

οἰκτείρῃς

(너는) 동정하자

οἰκτείρῃ

(그는) 동정하자

쌍수 οἰκτείρητον

(너희 둘은) 동정하자

οἰκτείρητον

(그 둘은) 동정하자

복수 οἰκτείρωμεν

(우리는) 동정하자

οἰκτείρητε

(너희는) 동정하자

οἰκτείρωσιν*

(그들은) 동정하자

기원법단수 οἰκτείροιμι

(나는) 동정하기를 (바라다)

οἰκτείροις

(너는) 동정하기를 (바라다)

οἰκτείροι

(그는) 동정하기를 (바라다)

쌍수 οἰκτείροιτον

(너희 둘은) 동정하기를 (바라다)

οἰκτειροίτην

(그 둘은) 동정하기를 (바라다)

복수 οἰκτείροιμεν

(우리는) 동정하기를 (바라다)

οἰκτείροιτε

(너희는) 동정하기를 (바라다)

οἰκτείροιεν

(그들은) 동정하기를 (바라다)

명령법단수 οί̓κτειρε

(너는) 동정해라

οἰκτειρέτω

(그는) 동정해라

쌍수 οἰκτείρετον

(너희 둘은) 동정해라

οἰκτειρέτων

(그 둘은) 동정해라

복수 οἰκτείρετε

(너희는) 동정해라

οἰκτειρόντων, οἰκτειρέτωσαν

(그들은) 동정해라

부정사 οἰκτείρειν

동정하는 것

분사 남성여성중성
οἰκτειρων

οἰκτειροντος

οἰκτειρουσα

οἰκτειρουσης

οἰκτειρον

οἰκτειροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 οἰκτείρομαι

(나는) 동정된다

οἰκτείρει, οἰκτείρῃ

(너는) 동정된다

οἰκτείρεται

(그는) 동정된다

쌍수 οἰκτείρεσθον

(너희 둘은) 동정된다

οἰκτείρεσθον

(그 둘은) 동정된다

복수 οἰκτειρόμεθα

(우리는) 동정된다

οἰκτείρεσθε

(너희는) 동정된다

οἰκτείρονται

(그들은) 동정된다

접속법단수 οἰκτείρωμαι

(나는) 동정되자

οἰκτείρῃ

(너는) 동정되자

οἰκτείρηται

(그는) 동정되자

쌍수 οἰκτείρησθον

(너희 둘은) 동정되자

οἰκτείρησθον

(그 둘은) 동정되자

복수 οἰκτειρώμεθα

(우리는) 동정되자

οἰκτείρησθε

(너희는) 동정되자

οἰκτείρωνται

(그들은) 동정되자

기원법단수 οἰκτειροίμην

(나는) 동정되기를 (바라다)

οἰκτείροιο

(너는) 동정되기를 (바라다)

οἰκτείροιτο

(그는) 동정되기를 (바라다)

쌍수 οἰκτείροισθον

(너희 둘은) 동정되기를 (바라다)

οἰκτειροίσθην

(그 둘은) 동정되기를 (바라다)

복수 οἰκτειροίμεθα

(우리는) 동정되기를 (바라다)

οἰκτείροισθε

(너희는) 동정되기를 (바라다)

οἰκτείροιντο

(그들은) 동정되기를 (바라다)

명령법단수 οἰκτείρου

(너는) 동정되어라

οἰκτειρέσθω

(그는) 동정되어라

쌍수 οἰκτείρεσθον

(너희 둘은) 동정되어라

οἰκτειρέσθων

(그 둘은) 동정되어라

복수 οἰκτείρεσθε

(너희는) 동정되어라

οἰκτειρέσθων, οἰκτειρέσθωσαν

(그들은) 동정되어라

부정사 οἰκτείρεσθαι

동정되는 것

분사 남성여성중성
οἰκτειρομενος

οἰκτειρομενου

οἰκτειρομενη

οἰκτειρομενης

οἰκτειρομενον

οἰκτειρομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ῴ̓κτειρον

(나는) 동정하고 있었다

ῴ̓κτειρες

(너는) 동정하고 있었다

ῴ̓κτειρεν*

(그는) 동정하고 있었다

쌍수 ᾠκτείρετον

(너희 둘은) 동정하고 있었다

ᾠκτειρέτην

(그 둘은) 동정하고 있었다

복수 ᾠκτείρομεν

(우리는) 동정하고 있었다

ᾠκτείρετε

(너희는) 동정하고 있었다

ῴ̓κτειρον

(그들은) 동정하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ᾠκτειρόμην

(나는) 동정되고 있었다

ᾠκτείρου

(너는) 동정되고 있었다

ᾠκτείρετο

(그는) 동정되고 있었다

쌍수 ᾠκτείρεσθον

(너희 둘은) 동정되고 있었다

ᾠκτειρέσθην

(그 둘은) 동정되고 있었다

복수 ᾠκτειρόμεθα

(우리는) 동정되고 있었다

ᾠκτείρεσθε

(너희는) 동정되고 있었다

ᾠκτείροντο

(그들은) 동정되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπεν. ἐγὼ παρελεύσομαι πρότερόσ σου τῇ δόξῃ μου καὶ καλέσω τῷ ὀνόματί μου, Κύριοσ ἐναντίον σου. καὶ ἐλεήσω ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτειρήσω ὃν ἂν οἰκτείρω. (Septuagint, Liber Exodus 33:19)

    (70인역 성경, 탈출기 33:19)

  • οὐ μὴν ἀλλὰ τοὺσ μὲν ἀγωνιστὰσ οἰκτείρειν μοι ἔπεισιν ὧν πάσχουσιν, τῶν δὲ θεατῶν οὓσ φὴσ ἁπανταχόθεν τοὺσ ἀρίστουσ παραγίγνεσθαι εἰσ τὰσ πανηγύρεισ καὶ πάνυ θαυμάζω, εἰ τἀναγκαῖα παρέντεσ σχολάζουσιν ἐπὶ τοῖσ τοιούτοισ. (Lucian, Anacharsis, (no name) 11:3)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 11:3)

  • τὰ δ’ ἄλλα ποικίλοσ εἶ καὶ θορύβου πλέωσ τὴν ψυχήν, πρὸσ ἕκαστα τῶν πραττομένων ἐκπεπληγμένοσ, καὶ ἄρτι μὲν εὐδαιμονίζεισ τὸν πλούσιον τοῦ χρυσοῦ καὶ τοῦ ἐλέφαντοσ καὶ τῆσ τοσαύτησ τρυφῆσ, ἄρτι δὲ οἰκτείρεισ σεαυτόν, ὡσ τὸ μηδὲν ὢν εἶτα ζῆν ὑπολαμβάνεισ. (Lucian, De mercede, (no name) 16:1)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 16:1)

  • κατακείμενοσ τοιγαροῦν ἐν μυχῷ τοῦ συμποσίου καὶ ὑπ’ αἰδοῦσ καταδεδυκὼσ στένεισ ὡσ τὸ εἰκὸσ καὶ σεαυτὸν οἰκτείρεισ καὶ αἰτιᾷ τὴν Τύχην οὐδὲ ὀλίγα σοι τῶν χαρίτων ἐπιψεκάσασαν. (Lucian, De mercede, (no name) 27:2)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 27:2)

  • ἡγέομαι γάρ, ὦ ξεῖνε, τὰ ἀνθρωπήϊα πρήγματα ὀϊζυρὰ καὶ δακρυώδεα καὶ οὐδὲν αὐτέων ὅ τι μὴ ἐπικήριον τὸ δὴ οἰκτείρω τε σφέασ καὶ ὀδύρομαι, ^· (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 14:4)

    (루키아노스, Vitarum auctio, (no name) 14:4)

  • "σὲ μὲν, ὦ Κικέρων, ἐπαινῶ καὶ θαυμάζω, τῆσ δὲ Ἑλλάδοσ οἰκτείρω τὴν τύχην, ὁρῶν, ἃ μόνα τῶν καλῶν ἡμῖν ὑπελείπετο, καὶ ταῦτα Ῥωμαίοισ διὰ σοῦ προσγενόμενα, παιδείαν καὶ λόγον. (Plutarch, Cicero, chapter 4 5:1)

    (플루타르코스, Cicero, chapter 4 5:1)

  • τετράμετρον ἀλκίμων σ1’, ὦ ’ριστοκλείδη, πρῶτον οἰκτείρω φίλων ὤλεσασ δ’ ἥβην, ἀμύνων πατρίδοσ δουληίην. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 13, chapter 41)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 13, chapter 41)

  • καὶ οἰκτείρω μογέοντα, καὶ φρίττω κρατερὸν τὸν θρασὺν Ἡρακλέην· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 974)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 974)

유의어

  1. 동정하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION