νόσος
Second declension Noun; Feminine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
νόσος
νόσου
Structure:
νος
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- sickness, disease,
- plague
- misery, suffering, distress
- madness, vice
- bane
Declension
Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- εὐαλωτότερα τοίνυν τῶν ἀνδρείων καὶ ταῖσ νόσοισ ἐκκείμενα καὶ τὴν ἰάσιν οὐ περιμένοντα καὶ μάλιστα πρὸσ μανίασ εὐχερέστερα· (Lucian, Abdicatus, (no name) 28:2)
- ^ ἵνα ὑμῖν ^ μὴ τὰ νῦν λέγω καθ’ ἕκαστον ἐπεξιών, τοὺσ μὲν πονηροὺσ εὐδαιμονοῦντασ καὶ τοὺσ πλεονέκτασ, ἀγομένουσ δὲ καὶ φερομένουσ τοὺσ χρηστοὺσ ἐν πενίᾳ καὶ νόσοισ καὶ μυρίοισ κακοῖσ πιεζομένουσ. (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 17:1)
- ἢ τί γὰρ αὐτοὺσ ἀξιώσειέ τισ ἂν φρονεῖν, ὁπόταν ὁρῶσι τοσαύτην ἐν τῷ βίῳ τὴν ταραχήν, καὶ τοὺσ μὲν χρηστοὺσ αὐτῶν ἀμελουμένουσ, ἐν πενίᾳ καὶ νόσοισ καὶ δουλείᾳ καταφθειρομένουσ, παμπονήρουσ δὲ καὶ μιαροὺσ ἀνθρώπουσ προτιμωμένουσ καὶ ὑπερπλουτοῦντασ καὶ ἐπιτάττοντασ τοῖσ κρείττοσι, καὶ τοὺσ μὲν ἱεροσύλουσ οὐ κολαζομένουσ ἀλλὰ διαλανθάνοντασ, ἀνασκολοπιζομένουσ δὲ καὶ τυμπανιζομένουσ ἐνίοτε τοὺσ οὐδὲν ἀδικοῦντασ; (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 19:6)
- αἰσχύνομαί σε, μεταδιδοὺσ πόνων ἐμῶν ὄχλον τε παρέχων παρθένῳ νόσοισ ἐμαῖσ. (Euripides, episode 4:2)
- καὶ τῶν πραγμάτων ἄφιλα πολλὰ καὶ ἀπεχθῆ καὶ ἀντίπαλα τοῖσ ἐντυγχάνουσιν ἀλλ’ ὁρᾷσ ὅτι καὶ νόσοισ ἔνιοι σώματοσ εἰσ ἀπραγμοσύνην ἐχρήσαντο, καὶ πόνοι πολλοῖσ προσπεσόντεσ ἔρρωσαν καὶ ἤσκησαν. (Plutarch, De capienda ex inimicis utilitate, chapter, section 2 9:1)
Synonyms
-
sickness
-
misery
- χειμών (distress, suffering)
- τλημοσύνη (that which is to be endured, misery, distress)
-
madness
-
bane