헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νόσημα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: νόσημα νοσήματος

형태분석: νοσηματ (어간)

어원: nose/w

  1. 질병, 병, 전염병, 멀미, 역병
  1. sickness, disease, plague, affliction
  2. (figuratively)

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 νόσημα

질병이

νοσήματε

질병들이

νοσήματα

질병들이

속격 νοσήματος

질병의

νοσημάτοιν

질병들의

νοσημάτων

질병들의

여격 νοσήματι

질병에게

νοσημάτοιν

질병들에게

νοσήμασιν*

질병들에게

대격 νόσημα

질병을

νοσήματε

질병들을

νοσήματα

질병들을

호격 νόσημα

질병아

νοσήματε

질병들아

νοσήματα

질병들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ δέ μου ἀκούσαιτε ^ ὑπὲρ τῆσ τέχνησ δικαιολογουμένου, μάθοιτ’ ἂν ὡσ οὔτε πάντα ἡμῖν δυνατά ἐστιν οὔθ’ αἱ τῶν νοσημάτων φύσεισ παραπλήσιοι οὔτ’ ἰάσισ ἡ αὐτὴ οὔτε φάρμακα τὰ αὐτὰ ἐπὶ πάντων ἰσχυρά, καὶ τότ’ ἔσται δῆλον ὡσ πάμπολυ τοῦ μὴ βούλεσθαί τι τὸ μὴ δύνασθαι διαφέρει. (Lucian, Abdicatus, (no name) 26:5)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 26:5)

  • διάφορα δὴ ^ καὶ μεγέθει καὶ εἴδει ἀνάγκη καὶ τὰ νοσήματα ἐγγίγνεσθαι αὐτοῖσ, καὶ τὰ μὲν εὐίατα εἶναι καὶ πρὸσ τὴν θεραπείαν ἀναπεπταμένα, τὰ δὲ τέλεον ἀπεγνωσμένα καὶ ῥᾳδίωσ ἁλισκόμενα καὶ κατὰ κράτοσ ὑπὸ τῶν νοσημάτων λαμβανόμενα. (Lucian, Abdicatus, (no name) 27:3)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 27:3)

  • ἀμέλει οὐδέν σοι τῶν χαλεπῶν τούτων νοσημάτων πρόσεισιν, ἀλλ’ ἤν ποτε κοῦφοσ πυρετὸσ ἐπιλάβηται, πρὸσ ὀλίγον ὑπηρετήσασ αὐτῷ ἀνεπήδησασ εὐθὺσ ἀποσεισάμενοσ τὴν ἄσην, ὁ δὲ φεύγει αὐτίκα φοβηθείσ, ψυχροῦ σε ὁρῶν ἐμφορούμενον καὶ μακρὰ οἰμώζειν λέγοντα ταῖσ ἰατρικαῖσ περιόδοισ· (Lucian, Gallus, (no name) 23:3)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 23:3)

  • τῶν μὲν γὰρ περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων ἐρρωμένοσ ὁ λογισμὸσ αἰσθάνεται, τοῖσ δὲ τῆσ ψυχῆσ συννοσῶν αὐτὸσ οὐκ ἔχει κρίσιν ἐν οἷσ πάσχει, πάσχει γὰρ ᾧ κρίνει· (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 2:2)

    (플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 2:2)

  • νοσημάτων τὰ μετ’ ἀναισθησίασ χείρονα, λήθαργοι κεφαλαλγίαι ἐπιληψίαι ἀποπληξίαι αὐτοί τε πυρετοὶ οἳ συντείναντεσ εἰσ παρακοπὴν τὸ φλεγμαῖνον καὶ τὴν αἴσθησιν ὥσπερ ἐν ὀργάνῳ διαταράξαντεσ κινοῦσι χορδὰσ τὰσ ἀκινήτουσ φρενῶν. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 4:1)

    (플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 4:1)

유의어

  1. 질병

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION