Ancient Greek-English Dictionary Language

νομοθετικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: νομοθετικός

Structure: νομοθετικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. relating to legislation, legislative
  2. (of persons) fitted for or skilled in legislation

Declension

First/Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τά τε γὰρ ὡρισμένα ὑπὸ τῆσ νομοθετικῆσ νόμιμά ἐστι, καὶ ἕκαστον τούτων δίκαιον εἶναί φαμεν. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 5 12:4)
  • καὶ τοῦτο τῆσ νομοθετικῆσ ἐστιν ἰδεῖν, ἐάν τινεσ ὑπάρχωσι γειτνιῶντεσ, ποῖα πρὸσ ποίουσ ἀσκητέον ἢ πῶσ τοῖσ καθήκουσι πρὸσ ἑκάστουσ χρηστέον. (Aristotle, Politics, Book 7 46:2)
  • προτέρα γὰρ οὖσα τῆσ νομοθετικῆσ κατὰ τὴν ἐκείνησ χρείαν, προτέρα δ’ αὖ καὶ τῆσ δικαστικῆσ, ὅτε κἀκείνησ ἔδει, λαβοῦσα μέσην πρότερον τὴν νομοθετικὴν, εἶτ’ αὖ τὴν δικαστικὴν ὡσαύτωσ διχόθεν περιέχουσα, πρώτη καὶ μέση καὶ τελευταία γίγνεται, ὁμοῦ μὲν ἀμφοῖν αὑτὴν μέσην, ὁμοῦ δ’ ἄμφω μέσασ αὑτῆσ καθιστᾶσα, ὡσ μάλιστ’ ἔμελλον ἅπασαι συμμένειν, ἀντὶ συνδέσμου τῇ ῥητορικῇ χρώμεναι. (Aristides, Aelius, Orationes, 52:16)
  • ἀλλ’ οὐ μὰ Δί’ οὐχ ἡ ῥητορικὴ τοσούτῳ χείρων τῆσ νομοθετικῆσ ὥστε τοῦ δευτέρου καὶ χείρονοσ εἴδωλον εἶναι κατεψευσμένον. (Aristides, Aelius, Orationes, 164:1)

Synonyms

  1. relating to legislation

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION