헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νέος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: νέος νέα νέον

형태분석: νε (어간) + ος (어미)

  1. 어린, 젊은
  2. 어린, 젊은, 새파랗게 젊은
  3. 새, 새로운, 신선한
  1. young
  2. pertaining to young people: youthful
  3. new, fresh

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 νέος

어린 (이)가

νέᾱ

어린 (이)가

νέον

어린 (것)가

속격 νέου

어린 (이)의

νέᾱς

어린 (이)의

νέου

어린 (것)의

여격 νέῳ

어린 (이)에게

νέᾱͅ

어린 (이)에게

νέῳ

어린 (것)에게

대격 νέον

어린 (이)를

νέᾱν

어린 (이)를

νέον

어린 (것)를

호격 νέε

어린 (이)야

νέᾱ

어린 (이)야

νέον

어린 (것)야

쌍수주/대/호 νέω

어린 (이)들이

νέᾱ

어린 (이)들이

νέω

어린 (것)들이

속/여 νέοιν

어린 (이)들의

νέαιν

어린 (이)들의

νέοιν

어린 (것)들의

복수주격 νέοι

어린 (이)들이

νέαι

어린 (이)들이

νέα

어린 (것)들이

속격 νέων

어린 (이)들의

νεῶν

어린 (이)들의

νέων

어린 (것)들의

여격 νέοις

어린 (이)들에게

νέαις

어린 (이)들에게

νέοις

어린 (것)들에게

대격 νέους

어린 (이)들을

νέᾱς

어린 (이)들을

νέα

어린 (것)들을

호격 νέοι

어린 (이)들아

νέαι

어린 (이)들아

νέα

어린 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 νέος

νέου

어린 (이)의

νεώτερος

νεωτέρου

더 어린 (이)의

νεώτατος

νεωτάτου

가장 어린 (이)의

부사 νέως

νεώτερον

νεώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐὰν δὲ προσφέρῃσ θυσίαν πρωτογεννημάτων τῷ Κυρίῳ, νέα πεφρυγμένα χίδρα ἐρικτὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ προσοίσεισ τὴν θυσίαν τῶν πρωτογεννημάτων (Septuagint, Liber Leviticus 2:13)

    (70인역 성경, 레위기 2:13)

  • καὶ ἄρτον καὶ πεφρυγμένα χίδρα νέα οὐ φάγεσθε ἕωσ εἰσ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ταύτην, ἕωσ ἂν προσενέγκητε ὑμεῖσ τὰ δῶρα τῷ Θεῷ ὑμῶν. νόμιμον αἰώνιον εἰσ τὰσ γενεὰσ ὑμῶν ἐν πάσῃ κατοικίᾳ ὑμῶν. (Septuagint, Liber Leviticus 23:14)

    (70인역 성경, 레위기 23:14)

  • καὶ ἐφάγοσαν ἀπὸ τοῦ σίτου τῆσ γῆσ ἄζυμα καὶ νέα. (Septuagint, Liber Iosue 5:11)

    (70인역 성경, 여호수아기 5:11)

  • οἱ μανδραγόραι ἔδωκαν ὀσμήν, καὶ ἐπὶ θύραισ ἡμῶν πάντα ἀκρόδρυα, νέα πρὸσ παλαιά, ἀδελφιδέ μου, ἐτήρησά σοι. (Septuagint, Canticum Canticorum 7:14)

    (70인역 성경, 아가 7:14)

  • ἔπρεπεν δὲ ἤδη σοι καὶ γεγαμηκέναι, μὴ μέντοι ἀγροῖκόν τινα καὶ χωρῖτιν, οἱαῖ κατὰ τὴν Ἴδην αἱ γυναῖκεσ, ἀλλά τινα ἐκ τῆσ Ἑλλάδοσ, ἢ Ἀργόθεν ἢ ἐκ Κορίνθου ἢ Λάκαιναν οἱάπερ ἢ Ἑλένη ἐστίν, νέα τε καὶ καλὴ καὶ κατ’ οὐδὲν ἐλάττων ἐμοῦ, καὶ τὸ δὴ μέγιστον, ἐρωτική. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 13:6)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 13:6)

  • ἔδειξε δὲ ὁ καθ’ ἡμᾶσ χρόνοσ, εἴτε θεῶν τινοσ ἄρξαντοσ εἴτε φυσικῆσ περιόδου τὴν ἀρχαίαν τάξιν ἀνακυκλούσησ εἴτε ἀνθρωπίνησ ὁρμῆσ ἐπὶ τὰ ὅμοια πολλοὺσ ἀγούσησ, καὶ ἀπέδωκε τῇ μὲν ἀρχαίᾳ καὶ σώφρονι ῥητορικῇ τὴν δικαίαν τιμήν, ἣν καὶ πρότερον εἶχε καλῶσ, ἀπολαβεῖν, τῇ δὲ νέᾳ καὶ ἀνοήτῳ παύσασθαι δόξαν οὐ προσήκουσαν καρπουμένῃ καὶ ἐν ἀλλοτρίοισ ἀγαθοῖσ τρυφώσῃ. (Dionysius of Halicarnassus, De antiquis oratoribus, chapter 22)

    (디오니시오스, De antiquis oratoribus, chapter 22)

유의어

  1. 어린

  2. 어린

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION