- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μύρμηξ?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: myrmēx 고전 발음: [멕:] 신약 발음: []

기본형: μύρμηξ μύρμηκος

형태분석: μυρμηκ (어간) + ς (어미)

  1. 개미
  1. ant
  2. a beast of prey in India

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μύρμηξ

개미가

μύρμηκε

개미들이

μύρμηκες

개미들이

속격 μύρμηκος

개미의

μυρμήκοιν

개미들의

μυρμήκων

개미들의

여격 μύρμηκι

개미에게

μυρμήκοιν

개미들에게

μύρμηξι(ν)

개미들에게

대격 μύρμηκα

개미를

μύρμηκε

개미들을

μύρμηκας

개미들을

호격 μύρμηξ

개미야

μύρμηκε

개미들아

μύρμηκες

개미들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ^ οἶμαί σε πολλάκις ἤδη μυρμήκων ἀγορὰν ἑωρακέναι, τοὺς μὲν εἰλουμένους περὶ τὸ στόμα τοῦ φωλεοῦ κἀν τῷ μέσῳ πολιτευομένους,^ ἐνίους δ ἐξιόντας, ἑτέρους δὲ ἐπανιόντας αὖθις εἰς τὴν πόλιν καὶ ὁ μέν τις τὴν κόπρον ἐκφέρει, ὁ δὲ ἁρπάσας ποθὲν ἢ κυάμου λέπος ἢ πυροῦ ἡμίτομον θεῖ φέρων. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 19:3)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 19:3)

  • εἰκὸς δὲ εἶναι παρ αὐτοῖς κατὰ λόγον τοῦ μυρμήκων βίου καὶ οἰκοδόμους τινὰς καὶ δημαγωγοὺς καὶ πρυτάνεις καὶ μουσικοὺς καὶ φιλοσόφους. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 19:4)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 19:4)

  • εἰ δέ σοι μικρὸν δοκεῖ τὸ παράδειγμα, τὸ ἀνθρώπους εἰκάσαι τῇ μυρμήκων πολιτείᾳ, τοὺς παλαιοὺς μύθους ἐπίσκεψαι τῶν Θετταλῶν εὑρήσεις γὰρ τοὺς Μυρμιδόνας, τὸ μαχιμώτατον φῦλον, ἐκ μυρμήκων ἄνδρας γεγονότας. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 19:6)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 19:6)

  • ἐπεὶ καὶ ὑπὲρ τῶν μυρμήκων λέγει Νέαρχος μύρμηκα μὲν αὐτὸς οὐκ ἰδέειν, ὁκοῖον δή τινα μετεξέτεροι διέγραψαν γίνεσθαι ἐν τῇ Ἰνδῶν γῇ, δορὰς δὲ καὶ τούτων ἰδεῖν πολλὰς ἐς τὸ στρατόπεδον κατακομισθείσας τὸ Μακεδονικόν. (Arrian, Indica, chapter 15 5:1)

    (아리아노스, Indica, chapter 15 5:1)

유의어

  1. 개미

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION