- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μύρμηξ?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: myrmēx 고전 발음: [멕:] 신약 발음: []

기본형: μύρμηξ μύρμηκος

형태분석: μυρμηκ (어간) + ς (어미)

  1. 개미
  1. ant
  2. a beast of prey in India

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μύρμηξ

개미가

μύρμηκε

개미들이

μύρμηκες

개미들이

속격 μύρμηκος

개미의

μυρμήκοιν

개미들의

μυρμήκων

개미들의

여격 μύρμηκι

개미에게

μυρμήκοιν

개미들에게

μύρμηξι(ν)

개미들에게

대격 μύρμηκα

개미를

μύρμηκε

개미들을

μύρμηκας

개미들을

호격 μύρμηξ

개미야

μύρμηκε

개미들아

μύρμηκες

개미들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅσοι δ᾿ ἂν εἰς τέλος διακαρτερήσωσιν, οὗτοι πρὸς τὸ ἄκρον ἀφικνοῦνται καὶ τὸ ἀπ᾿ ἐκείνου εὐδαιμονοῦσι θαυμάσιόν τινα βίον τὸν λοιπὸν βιοῦντες, οἱο῀ν μύρμηκας ἀπὸ τοῦ ὕψους ἐπισκοποῦντές τινας τοὺς ἄλλους. (Lucian, 11:4)

    (루키아노스, 11:4)

  • ἢ φοβοῦνται τὸν πυρὸν ἐν ξηρῷ τρίβειν διὰ τοὺς μύρμηκας, εὐθὺς γὰρ ἐπιτίθενται, εἰς δὲ κριθὰς ἧττον φέρονται, δυσβάστακτοι γάρ εἰσι καὶ δυσπαρακόμιστοι διὰ μέγεθος· (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 16 3:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Naturales, chapter 16 3:1)

  • τὴν δ ἄρκτον λέγουσιν ἀσωμένην τοὺς μύρμηκας ἀναλαμβάνειν τῇ γλώττῃ καὶ καταπίνουσαν ἀπαλλάττεσθαι: (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 26 3:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Naturales, chapter 26 3:1)

  • ὁ μὲν οὖν Κλεάνθης ἔλεγε, καίπερ οὐ φάσκων μετέχειν λόγου τὰ ζῷα, τοιαύτῃ θεωρίᾳ παρατυχεῖν μύρμηκας ἐλθεῖν ἐπὶ μυρμηκιὰν ἑτέραν μύρμηκα νεκρὸν φέροντας ἀνιόντας οὖν ἐκ τῆς μυρμηκιᾶς ἐνίους οἱο῀ν ἐντυγχάνειν αὐτοῖς· (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 11 2:1)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 11 2:1)

  • τούτῳ Ζεὺς ὄντι μόνῳ ἐν τῇ νήσῳ τοὺς μύρμηκας ἀνθρώπους ἐποίησε. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 12 6:12)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 12 6:12)

  • ὃ δὲ δὴ μάλιστα ἂν αὐτοὺς ἀνιάσειε, τὸ μὲν χρυσίον μύρμηκάς τινας οἱούς τοὺς Ἰνδικοὺς ἀνορύττοντας ἐκ τῶν θησαυρῶν ἐκφέρειν νύκτωρ ἐς τὸ δημόσιον: (Lucian, Saturnalia, letter 1 6:1)

    (루키아노스, Saturnalia, letter 1 6:1)

유의어

  1. 개미

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION