헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μύρμηξ

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μύρμηξ μύρμηκος

형태분석: μυρμηκ (어간) + ς (어미)

  1. 개미
  1. ant
  2. a beast of prey in India

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μύρμηξ

개미가

μύρμηκε

개미들이

μύρμηκες

개미들이

속격 μύρμηκος

개미의

μυρμήκοιν

개미들의

μυρμήκων

개미들의

여격 μύρμηκι

개미에게

μυρμήκοιν

개미들에게

μύρμηξιν*

개미들에게

대격 μύρμηκα

개미를

μύρμηκε

개미들을

μύρμηκας

개미들을

호격 μύρμηξ

개미야

μύρμηκε

개미들아

μύρμηκες

개미들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ μύρμηκεσ, οἷσ μὴ ἔστιν ἰσχὺσ καὶ ἑτοιμάζονται θέρουσ τὴν τροφήν. (Septuagint, Liber Proverbiorum 24:61)

    (70인역 성경, 잠언 24:61)

  • Μεγασθένησ δὲ ἀτρεκέα εἶναι ὑπὲρ τῶν μυρμήκων τὸν λόγον ἱστορέει, τούτουσ εἶναι τοὺσ τὸν χρυσὸν ὀρύσσοντασ, οὐκ αὐτοῦ τοῦ χρυσοῦ εἵνεκα, ἀλλὰ φύσι γὰρ κατὰ τῆσ γῆσ ὀρύσσουσιν, ἵνα φωλεύωσι, κατάπερ οἱ ἡμέτεροι οἱ σμικροὶ μύρμηκεσ ὀλίγον τῆσ γῆσ ὀρύσσουσιν. (Arrian, Indica, chapter 15 6:1)

    (아리아노스, Indica, chapter 15 6:1)

  • μετὰ δὲ ταύτην τὴν ὄψιν αὐτοῦ τῷ Διονύσῳ θύσαντοσ ὁ μὲν μάντισ ἀπέτεμε τὸ ἱερεῖον, τοῦ δ’ αἵματοσ τὸ πηγνύμενον ἤδη μύρμηκεσ πολλοὶ λαμβάνοντεσ κατὰ μικρὸν ἔφερον πρὸσ τὸν Κίμωνα καὶ τοῦ ποδὸσ περὶ τὸν μέγαν δάκτυλον περιέπλαττον, ἐπὶ πολὺν χρόνον λανθάνοντεσ. (Plutarch, , chapter 18 4:2)

    (플루타르코스, , chapter 18 4:2)

  • ἀλλ’ ἡμεῖσ ὥσπερ μύρμηκεσ ἢ μέλιτται μυρμηκιᾶσ μιᾶσ ἢ κυψέλησ ἐκπεσόντεσ ἀδημονοῦμεν καὶ ξενοπαθοῦμεν, οὐκ εἰδότεσ οὐδὲ μεμαθηκότεσ οἰκεῖα τὰ πάντα ποιεῖσθαι καὶ νομίζειν ὥσπερ ἐστί. (Plutarch, De exilio, section 6 3:1)

    (플루타르코스, De exilio, section 6 3:1)

  • μύρμηκεσ, οἷσ ἡ φύσισ οὐ χεῖρασ, οὐ λόγον, οὐ τέχνην δέδωκεν· (Plutarch, De vitando aere alieno, chapter, section 7 2:1)

    (플루타르코스, De vitando aere alieno, chapter, section 7 2:1)

유의어

  1. 개미

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION