헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μονόφθαλμος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μονόφθαλμος

형태분석: μονοφθαλμ (어간) + ος (어미)

  1. 외눈의, 눈이 하나인
  1. one-eyed

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 μονόφθαλμος

외눈의 (이)가

μονόφθαλμον

외눈의 (것)가

속격 μονοφθάλμου

외눈의 (이)의

μονοφθάλμου

외눈의 (것)의

여격 μονοφθάλμῳ

외눈의 (이)에게

μονοφθάλμῳ

외눈의 (것)에게

대격 μονόφθαλμον

외눈의 (이)를

μονόφθαλμον

외눈의 (것)를

호격 μονόφθαλμε

외눈의 (이)야

μονόφθαλμον

외눈의 (것)야

쌍수주/대/호 μονοφθάλμω

외눈의 (이)들이

μονοφθάλμω

외눈의 (것)들이

속/여 μονοφθάλμοιν

외눈의 (이)들의

μονοφθάλμοιν

외눈의 (것)들의

복수주격 μονόφθαλμοι

외눈의 (이)들이

μονόφθαλμα

외눈의 (것)들이

속격 μονοφθάλμων

외눈의 (이)들의

μονοφθάλμων

외눈의 (것)들의

여격 μονοφθάλμοις

외눈의 (이)들에게

μονοφθάλμοις

외눈의 (것)들에게

대격 μονοφθάλμους

외눈의 (이)들을

μονόφθαλμα

외눈의 (것)들을

호격 μονόφθαλμοι

외눈의 (이)들아

μονόφθαλμα

외눈의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ καὶ τοῦ Διὸσ αὐτοῦ παῖσ ὢν ἄγριοσ οὕτω καὶ λάσιοσ ἐφαίνετο καί, τὸ πάντων ἀμορφότατον, μονόφθαλμοσ, οἰεί τὸ γένοσ ἄν τι ὀνῆσαι αὐτὸν πρὸσ τὴν μορφήν; (Lucian, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 14)

    (루키아노스, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 14)

  • Ἀντίγονοσ δὲ ὁ Φιλίππου ὁ μονόφθαλμοσ βασιλεύων Μακεδόνων περὶ Φρυγίαν μαχόμενοσ Σελεύκῳ καὶ Λυσιμάχῳ τραύμασι πολλοῖσ περιπεσὼν ἐτελεύτησεν ἐτῶν ἑνὸσ καὶ, ὁγδοήκοντα ὥσπερ ὁ συστρατευόμενοσ αὐτῷ Ιἑρώνυμοσ ἱστορεῖ. (Lucian, Macrobii, (no name) 11:1)

    (루키아노스, Macrobii, (no name) 11:1)

유의어

  1. 외눈의

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION