- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μήτρα?

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: mētrā 고전 발음: [메:라:] 신약 발음: []

기본형: μήτρα μήτρας

형태분석: μητρ (어간) + α (어미)

어원: μήτηρ

  1. 자궁, 모태, 배, 반추위
  2. (비유적으로) 근원, 기원
  1. womb, paunch, rumen
  2. (figuratively) source, origin

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μήτρα

자궁이

μήτρα

자궁들이

μῆτραι

자궁들이

속격 μήτρας

자궁의

μήτραιν

자궁들의

μητρῶν

자궁들의

여격 μήτρᾳ

자궁에게

μήτραιν

자궁들에게

μήτραις

자궁들에게

대격 μήτραν

자궁을

μήτρα

자궁들을

μήτρας

자궁들을

호격 μήτρα

자궁아

μήτρα

자궁들아

μῆτραι

자궁들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐβοήθησέ σοι ὁ Θεὸς ὁ ἐμὸς καὶ εὐλόγησέ σε εὐλογίαν οὐρανοῦ ἄνωθεν καὶ εὐλογίαν γῆς ἐχούσης πάντα. εἵνεκεν εὐλογίας μαστῶν καὶ μήτρας, (Septuagint, Liber Genesis 49:25)

    (70인역 성경, 창세기 49:25)

  • μὴ γένηται ὡσεὶ ἴσον θανάτῳ, ὡσεὶ ἔκτρωμα ἐκπορευόμενον ἐκ μήτρας μητρὸς καὶ κατεσθίει τὸ ἥμισυ τῶν σαρκῶν αὐτῆς. (Septuagint, Liber Numeri 12:12)

    (70인역 성경, 민수기 12:12)

  • εἰσῆλθεν ὀπίσω τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Ἰσραηλίτου εἰς τὴν κάμινον καὶ ἀπεκέντησεν ἀμφοτέρους, τόν τε ἄνθρωπον τὸν Ἰσραηλίτην καὶ τὴν γυναῖκα διὰ τῆς μήτρας αὐτῆς. καὶ ἐπαύσατο ἡ πληγὴ ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Numeri 25:8)

    (70인역 성경, 민수기 25:8)

  • ἐπὶ σὲ ἐπεῤῥίφην ἐκ μήτρας, ἐκ κοιλίας μητρός μου Θεός μου εἶ σύ. (Septuagint, Liber Psalmorum 21:11)

    (70인역 성경, 시편 21:11)

  • ἀπηλλοτριώθησαν οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ μήτρας, ἐπλανήθησαν ἀπὸ γαστρός, ἐλάλησαν ψευδῆ. (Septuagint, Liber Psalmorum 57:4)

    (70인역 성경, 시편 57:4)

유의어

  1. 근원

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION