- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μήκιστος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: mēkistos 고전 발음: [메:끼] 신약 발음: [메끼]

기본형: μήκιστος μήκιστη μήκιστον

형태분석: μηκιστ (어간) + ος (어미)

어원: irr. Sup. of μακρός (formed from μῆκος, as αἴσχιστος from αἶσχος),

  1. 가장 높은, 최고의
  1. tallest
  2. greatest
  3. longest, in the highest degree, in the long run, at last?
  4. farthest, as far as possible, as far, as possible

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 μήκιστος

(이)가

μηκίστη

(이)가

μήκιστον

(것)가

속격 μηκίστου

(이)의

μηκίστης

(이)의

μηκίστου

(것)의

여격 μηκίστῳ

(이)에게

μηκίστῃ

(이)에게

μηκίστῳ

(것)에게

대격 μήκιστον

(이)를

μηκίστην

(이)를

μήκιστον

(것)를

호격 μήκιστε

(이)야

μηκίστη

(이)야

μήκιστον

(것)야

쌍수주/대/호 μηκίστω

(이)들이

μηκίστα

(이)들이

μηκίστω

(것)들이

속/여 μηκίστοιν

(이)들의

μηκίσταιν

(이)들의

μηκίστοιν

(것)들의

복수주격 μήκιστοι

(이)들이

μήκισται

(이)들이

μήκιστα

(것)들이

속격 μηκίστων

(이)들의

μηκιστῶν

(이)들의

μηκίστων

(것)들의

여격 μηκίστοις

(이)들에게

μηκίσταις

(이)들에게

μηκίστοις

(것)들에게

대격 μηκίστους

(이)들을

μηκίστας

(이)들을

μήκιστα

(것)들을

호격 μήκιστοι

(이)들아

μήκισται

(이)들아

μήκιστα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἐμελλεν ἄρα μηδὲ ὁ καθ ἡμᾶς βίος τὸ παντάπασιν ἄμοιρος ἔσεσθαι ἀνδρῶν λόγου καὶ μνήμης ἀξίων, ἀλλὰ καὶ σώματος ἀρετὴν ὑπερφυᾶ καὶ γνώμην ἄκρως φιλόσοφον ἐκφαίνειν λέγω δὲ εἴς τε τὸν Βοιώτιον Σώστρατον ἀναφέρων, ὃν Ἡρακλέα οἱ Ἕλληνες ἐκάλουν καὶ ᾤοντο εἶναι, καὶ μάλιστα εἰς Δημώνακτα τὸν φιλόσοφον, οὓς καὶ εἶδον αὐτὸς καὶ ἰδὼν ἐθαύμασα, θατέρῳ δὲ τῷ Δημώνακτι καὶ ἐπὶ μήκιστον συνεγενόμην. (Lucian, (no name) 1:1)

    (루키아노스, (no name) 1:1)

  • καὶ διὰ τοῦτο ὑγιαίνειν τε ἀνάγκη καὶ ἐπὶ μήκιστον διαρκεῖν ἐν τοῖς καμάτοις: (Lucian, Anacharsis, (no name) 26:1)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 26:1)

  • ἐκεῖνο τοίνυν ἄνω τε ἀναρριποῦσιν εἰς τὸν ἀέρα καὶ εἰς τὸ πόρρω, φιλοτιμούμενοι ὅστις ἐπὶ μήκιστον ἐξέλθοι καὶ τοὺς ἄλλους ὑπερβάλοιτο: (Lucian, Anacharsis, (no name) 27:6)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 27:6)

  • μάλιστα δὲ ἢν ὁρᾷς μαστιγουμένους αὐτοὺς ἐπὶ τῷ βωμῷ καὶ αἵματι ῥεομένους, πατέρας δὲ καὶ μητέρας παρεστώσας οὐχ ὅπως ἀνιωμένας ἐπὶ τοῖς γιγνομένοις ἀλλὰ καὶ ἀπειλούσας, εἰ μὴ ἀντέχοιεν πρὸς τὰς πληγάς, καὶ ἱκετευούσας ἐπὶ μήκιστον διαρκέσαι πρὸς τὸν πόνον καὶ ἐγκαρτερῆσαι τοῖς δεινοῖς. (Lucian, Anacharsis, (no name) 38:3)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 38:3)

  • συμβαλεῖν δὲ οὐκ ἔχων τίνας ὁ θεὸς κελεύει μοι προσφέρειν σοι τοὺς μακροβίους, τότε μὲν εὐξάμην τοῖς θεοῖς ἐπὶ μήκιστον ὑμᾶς βιῶναι σέ τε αὐτὸν καὶ παῖδας τοὺς σούς, τοῦτο συμφέρειν νομίζων καὶ σύμπαντι μὲν τῷ τῶν ἀνθρώπων γένει, πρὸ δὲ τῶν ἁπάντων αὐτῷ τε ἐμοὶ καὶ πᾶσι τοῖς ἐμοῖς: (Lucian, Macrobii, (no name) 1:2)

    (루키아노스, Macrobii, (no name) 1:2)

  • καὶ γὰρ αὖ καὶ τούτους ἔφασκεν ὀλιγοχρονίου τε καὶ βραχείας ἡδονῆς ἔρωτι πολλὰς πραγματείας ὑπομένειν ἀπέφαινε γοῦν τεσσάρων δακτύλων αὐτοῖς ἕνεκα πάντα πονεῖσθαι τὸν πόνον, ἐφ ὅσους ὁ μήκιστος ἀνθρώπου λαιμὸς ἐστιν οὔτε γὰρ πρὶν ἐμφαγεῖν, ἀπολαύειν τι τῶν ἐωνημένων, οὔτε βρωθέντων ἡδίω γενέσθαι τὴν ἀπὸ τῶν πολυτελεστέρων πλησμονήν λοιπὸν οὖν εἶναι τὴν ἐν τῇ παρόδῳ γιγνομένην ἡδονὴν τοσούτων ὠνεῖσθαι χρημάτων. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 33:2)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 33:2)

  • Ἢν δὲ πνεύμων, ἐπὶ μὲν σμικρῇ τῇ αἰτίῃ, δύσπνοια · ζώει κακῶς, θάνατος μήκιστος, ἢν μή τις ἀκέηται · ἐπὶ δὲ μεγάλῳ πάθεϊ, ὁκοῖον ἡ φλεγμον ὴ, πνιγμὸς , ἀφωνίη, ἄπνοια, ὄλεθρος αὐτίκα· ἥδε ἐστὶν ἥν καλέομεν περιπνευμονίην, φλεγμονὴ τοῦ πνεύμονος, ξὺν ὀξέϊ πυρετῷ, εὖτε ξύνεστιν αὐτέοισι βάρος τοῦ θώρηκος, ἀπονίη, ἢν μοῦνος φλεγμήνῃ ὁ πνεύμων, ἄπονος γὰρ ἡ φύσις αὐτέου· μανὸς μὲν γὰρ τὴν οὐσίην, εἰρίοισιν ἴκελος. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 7)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 7)

  • οὐκ ἄνευθεν κινδύνου ἰήσις, ὕπνος βαθὺς καὶ μήκιστος· ψύξις γὰρ καὶ πάρεσις και νάρκη νεύρων, ὕπνος πουλύς. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 268)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 268)

유의어

  1. 가장 높은

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION