- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αὐτουργός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: autourgos 고전 발음: [뚜:] 신약 발음: []

기본형: αὐτουργός αὐτουργόν

형태분석: αὐτουργ (어간) + ος (어미)

어원: Ἔργω

  1. 스스로 일하는
  2. 자신의 밭을 일구는, 농부의
  3. 원주민의, 토착의
  1. self-working
  2. one who works his land himself, a husbandman, poor farmer, one that has worked, by himself
  3. self-wrought, simple, native

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 αὐτουργός

스스로 일하는 (이)가

αὔτουργον

스스로 일하는 (것)가

속격 αὐτουργοῦ

스스로 일하는 (이)의

αὐτούργου

스스로 일하는 (것)의

여격 αὐτουργῷ

스스로 일하는 (이)에게

αὐτούργῳ

스스로 일하는 (것)에게

대격 αὐτουργόν

스스로 일하는 (이)를

αὔτουργον

스스로 일하는 (것)를

호격 αὐτουργέ

스스로 일하는 (이)야

αὔτουργον

스스로 일하는 (것)야

쌍수주/대/호 αὐτουργώ

스스로 일하는 (이)들이

αὐτούργω

스스로 일하는 (것)들이

속/여 αὐτουργοῖν

스스로 일하는 (이)들의

αὐτούργοιν

스스로 일하는 (것)들의

복수주격 αὐτουργοί

스스로 일하는 (이)들이

αὔτουργα

스스로 일하는 (것)들이

속격 αὐτουργῶν

스스로 일하는 (이)들의

αὐτούργων

스스로 일하는 (것)들의

여격 αὐτουργοῖς

스스로 일하는 (이)들에게

αὐτούργοις

스스로 일하는 (것)들에게

대격 αὐτουργούς

스스로 일하는 (이)들을

αὔτουργα

스스로 일하는 (것)들을

호격 αὐτουργοί

스스로 일하는 (이)들아

αὔτουργα

스스로 일하는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅσοι δέ τι μᾶλλον αὐτουργοί εἰσιν κυνηγεσίων, πεζοὶ ἐξίασιν, εἷς δέ τις αὐτοῖς ἐφ᾿ ἵππου ἐφομαρτεῖ, καὶ οὗτος διώκειν τέτακται ἅμα ταῖς κυσίν. (Arrian, Cynegeticus, chapter 20 1:2)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 20 1:2)

  • ὁ δὲ Κάτων ἐκ πολίχνης τε μικρᾶς καὶ διαίτης ἀγροίκου δοκούσης φέρων ἀφῆκεν ἑαυτὸν ὥσπερ εἰς πέλαγος ἀχανὲς τὴν ἐν Ῥώμῃ πολιτείαν, οὐκέτι Κουρίων καὶ Φαβρικίων καὶ Ἀτιλίων ἔργον οὖσαν ἡγεμόνων, οὐδ ἀπ ἀρότρου καὶ σκαφείου πένητας καὶ αὐτουργοὺς ἀναβαίνοντας ἐπὶ τὸ βῆμα προσιεμένην ἄρχοντας καὶ δημαγωγούς, ἀλλὰ πρὸς γένη μεγάλα καὶ πλούτους καὶ νομὰς καὶ σπουδαρχίας ἀποβλέπειν εἰθισμένην, καὶ δι ὄγκον ἤδη καὶ δύναμιν ἐντρυφῶσαν τοῖς ἄρχειν ἀξιοῦσιν. (Plutarch, Comparison of Aristides with Marcus Cato, chapter 1 3:1)

    (플루타르코스, Comparison of Aristides with Marcus Cato, chapter 1 3:1)

  • πάλιν δὲ τῶν μὲν κατορθωμάτων αὐτουργὸς ὁ Δημήτριος γέγονε: (Plutarch, Comparison of Demetrius and Antony, chapter 5 2:4)

    (플루타르코스, Comparison of Demetrius and Antony, chapter 5 2:4)

  • ἄλλος δ ἀναστὰς ἔλεγε τῷδ ἐναντία, μορφῇ μὲν οὐκ εὐωπός, ἀνδρεῖος δ ἀνήρ, ὀλιγάκις ἄστυ κἀγορᾶς χραίνων κύκλον, αὐτουργός - οἵπερ καὶ μόνοι σῴζουσι γῆν - ξυνετὸς δέ, χωρεῖν ὁμόσε τοῖς λόγοις θέλων, ἀκέραιος, ἀνεπίπληκτον ἠσκηκὼς βίον: (Euripides, episode 5:1)

    (에우리피데스, episode 5:1)

  • ἐπεὶ δὲ ἄλλων ἄλλα προσφερόντων καθ ὁδὸν αὐτουργὸς ἄνθρωπος οὐδὲν ἐπὶ καιροῦ φθάσας εὑρεῖν τῷ ποταμῷ προσέδραμε καὶ ταῖν χεροῖν ὑπολαβὼν τοῦ ὕδατος προσήνεγκεν, ἡσθεὶς ὁ Ἀρτοξέρξης φιάλην ἔπεμψεν αὐτῷ χρυσῆν καὶ χιλίους δαρεικούς. (Plutarch, Artaxerxes, chapter 5 1:1)

    (플루타르코스, Artaxerxes, chapter 5 1:1)

  • τοῦ δὲ πολέμου τὴν ἱστορίαν ἔγραψα πολλῶν μὲν αὐτουργὸς πράξεων, πλείστων δ αὐτόπτης γενόμενος, ὅλως δὲ τῶν λεχθέντων ἢ πραχθέντων οὐδοτιοῦν ἀγνοήσας. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 65:1)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 65:1)

  • φιλοτιμότατος δὲ καὶ φιλοδοξότατος ὢν ἐβούλετο τῶν ἀρίστων καὶ μεγίστων πράξεων αὐτουργὸς εἶναι, καὶ τοῖς δεομένοις εὖ παθεῖν μᾶλλον ἢ τοῖς εὖ ποιῆσαι δυναμένοις ἔχαιρε, τοὺς μὲν ὕλην τῆς ἀρετῆς, τοὺς δὲ ὥσπερ ἀντιπάλους πρὸς δόξαν ἡγούμενος. (Plutarch, Titus Flamininus, chapter 1 2:2)

    (플루타르코스, Titus Flamininus, chapter 1 2:2)

유의어

  1. 스스로 일하는

  2. 원주민의

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION