μετέρχομαι
비축약 동사;
이상동사
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
μετέρχομαι
μετελεύσομαι
μετῆλθον
μετελήλυθα
형태분석:
μετ
(접두사)
+
έ̓ρχ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
어원: in attic, the imperf. and fut. are borrowed from
me/teimi, q. v.
뜻
- 뒤따르다, 따르다, 따라가다, 잇다
- 따라가다, 뒤따르다, 좇다, 따르다, 찾다, 잇따르다
- 방문하다, 뒤쫓다, 추적하다, 쫓다, 추구하다
- 따라가다, 뒤쫓다, 추적하다, 쫓다
- to come or go among, having gone between the ranks
- to go to another place, to come next, follow
- to go after, to go to seek, go in quest of, to seek for, aim at
- to pursue, to seek to avenge, to visit, upon
- to go after, attend to, to pursue
- to approach with prayers, to court or woo
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐὰν οὖν μὴ πρότερον ἐμβεβῶσι τῷ ἐπιτηδεύματι, τότε ἐπιχειρήσαντεσ μανθάνουσί τε ὅθεν ἄν τι δύνωνται καὶ αὐτοὶ μετέρχονται, ἰχνεύοντεσ δὲ παρ’ ἑαυτῶν ἀνευρίσκειν τὴν τοῦ σφετέρου θεοῦ φύσιν εὐποροῦσι διὰ τὸ συντόνωσ ἠναγκάσθαι πρὸσ τὸν θεὸν βλέπειν, καὶ ἐφαπτόμενοι αὐτοῦ τῇ μνήμῃ ἐνθουσιῶντεσ ἐξ ἐκείνου λαμβάνουσι τὰ ἔθη καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα, καθ’ ὅσον δυνατὸν θεοῦ ἀνθρώπῳ μετασχεῖν· (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 178:3)
(플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 178:3)
- τὸν δὲ χρυσόν τοῦτον τὸν ἱρὸν φυλάσσουσι οἱ βασιλέεσ ἐσ τὰ μάλιστα, καὶ θυσίῃσι μεγάλῃσι ἱλασκόμενοι μετέρχονται ἀνὰ πᾶν ἔτοσ. (Herodotus, The Histories, book 4, chapter 7 1:2)
(헤로도토스, The Histories, book 4, chapter 7 1:2)
- καὶ τὸ μὲν Ἐρετριέων γένοσ οὕτωσ ἀνήρπαστο ὡσπερεὶ παρ’ ἄλλου τινὸσ τῶν κρειττόνων ἁρπασθὲν, οἱ δ’ ἐπὶ τὸν δεύτερον ᾔεσαν, ὡσ ἀνασπάσοντεσ αὐτοὺσ ἤδη τοὺσ Ἀθηναίουσ καὶ τὴν Ἑλλάδα ἀναρπασόμενοι, κακῶσ εἰδότεσ οἱάν θήραν μετέρχονται καὶ ὅτι οὐκ ἐνέχονται τῷ λόγῳ ὡσ ἄρα οὐ τὰ φεύγοντα διώκουσιν, ἀλλὰ μᾶλλον τὰ τῷ διώκειν συνήθη. (Aristides, Aelius, Orationes, 33:6)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 33:6)
- οὐδὲ εἰ μὴ θαυμασθήσομαι παρὰ τοῖσ πολλοῖσ, οὐδέν μοι διαφέρει, ἀλλ’ ὥσπερ ὁ φίλοινοσ οὐχ ἡγεῖται ζημίαν, εἰ μηδεὶσ αὐτῷ πίνοντι συνείσεται, καὶ ὁ παιδεραστὴσ καὶ ὁ φιλογύνησ οὐ πρὸσ τὴν ἑτέρων μαρτυρίαν τὴν ἐπιθυμίαν μετέρχονται, ἀλλὰ στέργουσιν ἂν ἔχωσιν οἷσ χαίρουσιν, οὕτω καὶ ἐγὼ λόγοισ συνὼν καὶ τούτοισ ἀνθ’ ἑτέρων χρώμενοσ τέρπομαι τὴν πρέπουσαν ἴσωσ μᾶλλον ἐλευθέρῳ τέρψιν καὶ ἡδονήν· (Aristides, Aelius, Orationes, 107:3)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 107:3)
유의어
-
to come or go among
-
뒤따르다
-
따라가다
-
따라가다
-
to approach with prayers
파생어
- ἀμφέρχομαι (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- ἀνέρχομαι (오르다, 세워지다, 올라가다)
- ἀπέρχομαι (떠나다, 은퇴하다, 퇴직하다)
- διέρχομαι (통과하다, 겪다, 통하다)
- εἰσέρχομαι (들어가다, 입장하다, 침입하다)
- ἐξέρχομαι (나가다, 나오다, 사귀다)
- ἐπέρχομαι (마주치다, 입장하다, 우연히 만나다)
- ἔρχομαι (오다, 가다)
- κατέρχομαι (되돌아가다, 반환하다, 다녀오다)
- παρεξέρχομαι (도망치다, 등한시하다, 위반하다)
- περιέρχομαι (돌다, 둘러가다, 돌아다니다)
- προαπέρχομαι (to go away before)
- προέρχομαι (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- προσέρχομαι (항복하다, 포기하다, 배반하다)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- συνέρχομαι (모으다, 짜다, 집합시키다)
- ὑπεισέρχομαι (마음 속으로 들어가다)
- ὑπεξέρχομαι (철수하다, 물러나다, 철수시키다)
- ὑπερέρχομαι (도망치다, 등한시하다, 우수하다)