헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεμπτός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεμπτός μεμπτή μεμπτόν

형태분석: μεμπτ (어간) + ος (어미)

  1. 비열한, 한심한, 비참한, 죄를 범한
  1. to be blamed, blameworthy, contemptible
  2. throwing blame upon

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 μεμπτός

비열한 (이)가

μεμπτή

비열한 (이)가

μεμπτόν

비열한 (것)가

속격 μεμπτοῦ

비열한 (이)의

μεμπτῆς

비열한 (이)의

μεμπτοῦ

비열한 (것)의

여격 μεμπτῷ

비열한 (이)에게

μεμπτῇ

비열한 (이)에게

μεμπτῷ

비열한 (것)에게

대격 μεμπτόν

비열한 (이)를

μεμπτήν

비열한 (이)를

μεμπτόν

비열한 (것)를

호격 μεμπτέ

비열한 (이)야

μεμπτή

비열한 (이)야

μεμπτόν

비열한 (것)야

쌍수주/대/호 μεμπτώ

비열한 (이)들이

μεμπτᾱ́

비열한 (이)들이

μεμπτώ

비열한 (것)들이

속/여 μεμπτοῖν

비열한 (이)들의

μεμπταῖν

비열한 (이)들의

μεμπτοῖν

비열한 (것)들의

복수주격 μεμπτοί

비열한 (이)들이

μεμπταί

비열한 (이)들이

μεμπτά

비열한 (것)들이

속격 μεμπτῶν

비열한 (이)들의

μεμπτῶν

비열한 (이)들의

μεμπτῶν

비열한 (것)들의

여격 μεμπτοῖς

비열한 (이)들에게

μεμπταῖς

비열한 (이)들에게

μεμπτοῖς

비열한 (것)들에게

대격 μεμπτούς

비열한 (이)들을

μεμπτᾱ́ς

비열한 (이)들을

μεμπτά

비열한 (것)들을

호격 μεμπτοί

비열한 (이)들아

μεμπταί

비열한 (이)들아

μεμπτά

비열한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰπὲ γάρ μοι, πρὸσ πανδήμου καὶ Γενετυλλίδων καὶ Κυβήβησ πῇ σοι μεμπτὸν καὶ γέλωτοσ ἄξιον τοὔνομα εἶναι ἔδοξεν ἡ ἀποφρὰσ ; (Lucian, Pseudologista, (no name) 8:1)

    (루키아노스, Pseudologista, (no name) 8:1)

  • φίλον μὲν οὖν σ’ εὑρ́ημα, μῆτερ, ηὑρ́ομεν, καὶ τὸ γένοσ οὐδὲν μεμπτόν, ὡσ ἡμῖν, τόδε· (Euripides, Ion, episode, iambic5)

    (에우리피데스, Ion, episode, iambic5)

  • τί δὴ τὸ Νείλου μεμπτόν ἐστί σοι γάνοσ; (Euripides, Helen, episode, dialogue 3:35)

    (에우리피데스, Helen, episode, dialogue 3:35)

  • "πάντα γὰρ ἀγαστά μοι τὰ παρὰ σοῦ καὶ μεμπτὸν οὐδέν ἐπιθυμῶ δὲ πλείονασ ἐμαυτῷ τε παῖδασ καὶ πολίτασ τῇ πατρίδι τοιούτουσ ἀπολιπεῖν. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 24 5:2)

    (플루타르코스, Marcus Cato, chapter 24 5:2)

  • "πᾶσα μὲν ἀνθρωπίνου βίου μεταβολὴ σφαλερὸν ᾧ δὲ μήτ’ ἄπεστί τι τῶν ἱκανῶν μήτε μεμπτόν ἐστι τῶν παρόντων, τοῦτον οὐδὲν ἄλλο πλὴν ἄνοια μετακοσμεῖ καὶ μεθίστησιν ἐκ τῶν συνήθων οἷσ κἂν εἰ μηδὲν ἕτερον προσείη, τῷ βεβαιοτέρῳ διαφέρει τῶν ἀδήλων, ἀλλ’ οὐδὲ ἄδηλα τὰ τῆσ βασιλείασ τοῖσ Ῥωμύλου τεκμαιρομένῳ παθήμασιν, ὡσ πονηρὰν μὲν αὐτὸσ ἔλαβε δόξαν ἐπιβουλεῦσαι τῷ συνάρχοντι Τατίῳ, πονηρὰν δὲ τοῖσ ὁμοτίμοισ περιεποίησεν ὡσ ἀνῃρημένοσ ὑπ’ αὐτῶν, καίτοι Ῥωμύλον μὲν οὗτοι παῖδα θεῶν ὑμνοῦσι φήμαισ, καὶ τροφήν τινα δαιμόνιον αὐτοῦ καὶ σωτηρίαν ἄπιστον ἔτι νηπίου λέγουσιν ἐμοὶ δὲ καὶ γένοσ θνητόν ἐστι καὶ τροφὴ καὶ παίδευσισ ὑπ’ ἀνθρώπων ὧν οὐκ ἀγνοεῖτε γεγενημένη· (Plutarch, Numa, chapter 5 2:2)

    (플루타르코스, Numa, chapter 5 2:2)

유의어

  1. 비열한

  2. throwing blame upon

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION