헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μέλεος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μέλεος μέλεᾱ μέλεον

형태분석: μελε (어간) + ος (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 게으른, 보잘것없은, 쓸모없는, 일하지 않는
  2. 불행한, 가련한, 불쌍한, 비참한
  1. idle, useless, in vain
  2. unhappy, miserable, unhappy

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 μέλεος

게으른 (이)가

μελέᾱ

게으른 (이)가

μέλεον

게으른 (것)가

속격 μελέου

게으른 (이)의

μελέᾱς

게으른 (이)의

μελέου

게으른 (것)의

여격 μελέῳ

게으른 (이)에게

μελέᾱͅ

게으른 (이)에게

μελέῳ

게으른 (것)에게

대격 μέλεον

게으른 (이)를

μελέᾱν

게으른 (이)를

μέλεον

게으른 (것)를

호격 μέλεε

게으른 (이)야

μελέᾱ

게으른 (이)야

μέλεον

게으른 (것)야

쌍수주/대/호 μελέω

게으른 (이)들이

μελέᾱ

게으른 (이)들이

μελέω

게으른 (것)들이

속/여 μελέοιν

게으른 (이)들의

μελέαιν

게으른 (이)들의

μελέοιν

게으른 (것)들의

복수주격 μέλεοι

게으른 (이)들이

μέλεαι

게으른 (이)들이

μέλεα

게으른 (것)들이

속격 μελέων

게으른 (이)들의

μελεῶν

게으른 (이)들의

μελέων

게으른 (것)들의

여격 μελέοις

게으른 (이)들에게

μελέαις

게으른 (이)들에게

μελέοις

게으른 (것)들에게

대격 μελέους

게으른 (이)들을

μελέᾱς

게으른 (이)들을

μέλεα

게으른 (것)들을

호격 μέλεοι

게으른 (이)들아

μέλεαι

게으른 (이)들아

μέλεα

게으른 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 μέλεος

μελέου

게으른 (이)의

μελεώτερος

μελεωτέρου

더 게으른 (이)의

μελεώτατος

μελεωτάτου

가장 게으른 (이)의

부사 μελέως

μελεώτερον

μελεώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • παλίρρουσ δὲ τάνδ’ ὑπάγεται δίκα διαδρόμου λέχουσ μέλεον ἃ πόσιν χρόνιον ἱκόμενον εἰσ οἴκουσ Κυκλώπειά τ’ οὐράνια τείχε’ ὀξυθήκτου βέλουσ ἔκανεν αὐτόχειρ, πέλεκυν ἐν χεροῖν λαβοῦσ’· (Euripides, choral, antistrophe1)

    (에우리피데스, choral, antistrophe1)

  • πολλοὶ δ’ Ἀχαιῶν δορὶ καὶ πετρίναισ ῥιπαῖσιν ἐκπνεύσαντεσ Αἵ‐ δαν μέλεον ἔχουσιν, ταλαινᾶν ἀλόχων κείραντεσ ἔθειραν· (Euripides, Helen, choral, antistrophe 11)

    (에우리피데스, Helen, choral, antistrophe 11)

  • ἀνεμώκεοσ εἴθε δρόμον νεφέλασ ποσὶν ἐξανύσαιμι δι’ αἰθέροσ πρὸσ ἐμὸν ὁμογενέτορα, περὶ δ’ ὠλένασ δέρᾳ φιλτάτᾳ βάλοιμ’ <ἐν> χρόνῳ φυγάδα μέλεον. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 1:12)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode, lyric 1:12)

  • νοσεῖ γὰρ ἥδε γῆ πάλαι, Κρέον, ἐξ οὗ ’τεκνώθη Λάιοσ βίᾳ θεῶν πόσιν τ’ ἔφυσε μητρὶ μέλεον Οἰδίπουν· (Euripides, Phoenissae, episode 1:3)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode 1:3)

  • ὀτοτοτοῖ λεῖπε σοὺσ δόμουσ, ἀλαὸν ὄμμα φέρων, πάτερ γεραιέ, δεῖξον, Οἰδιπόδα, σὸν αἰῶνα μέλεον, ὃσ ἐπὶ δώμασιν ἀέριον σκότον ὄμμασι σοῖσι βαλὼν ἕλκεισ μακρόπνουν ζόαν. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 2:1)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode, lyric 2:1)

유의어

  1. 게으른

  2. 불행한

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION