Ancient Greek-English Dictionary Language

μαχητικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μαχητικός μαχητική μαχητικόν

Structure: μαχητικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. inclined to battle or war, quarrelsome, restive

Examples

  • τῆσ τοίνυν μαχητικῆσ τῷ μὲν σώματι πρὸσ σώματα γιγνομένῳ σχεδὸν εἰκὸσ καὶ πρέπον ὄνομα λέγειν τι τοιοῦτον τιθεμένουσ οἱο͂ν βιαστικόν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 55:8)
  • οὐδὲν ἀλλ’ ἢ τὸ χρηματιστικὸν γένοσ, ὡσ ἐοίκεν, ἐριστικῆσ ὂν τέχνησ, τῆσ ἀντιλογικῆσ, τῆσ ἀμφισβητητικῆσ, τῆσ μαχητικῆσ, τῆσ ἀγωνιστικῆσ, τῆσ κτητικῆσ ἔστιν, ὡσ ὁ λόγοσ αὖ μεμήνυκε νῦν, ὁ σοφιστήσ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 61:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION