Ancient Greek-English Dictionary Language

λίθινος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λίθινος λιθίνη λίθινον

Structure: λιθιν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: li/qos

Sense

  1. of stone

Examples

  • λιθίνησ δέ τινοσ ἄλλησ θραύσματα ἐδείκνυτο παλαιά, ὡσ ταῦτα μᾶλλον εἰκάσαι ἐκεῖνα εἶναι τὰ λείψανα τῆσ ἀγκύρασ τῆσ Ἀργοῦσ. (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 9 3:1)
  • λιθίνησ ἐπεθύμησεν κόρησ ἄνθρωποσ ἐγκατέκλεισὲ θ’ αὑτὸν τῷ νεῷ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 84 3:2)
  • ἐπὶ δὲ τῷ Ἴβηρι πόλισ ἐστὶ Καισαραυγοῦστα καλουμένη καὶ Κέλσα κατοικία τισ ἔχουσα γεφύρασ λιθίνησ διάβασιν. (Strabo, Geography, book 3, chapter 4 20:9)

Synonyms

  1. of stone

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION