Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐσχάρα

First declension Noun; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐσχάρα

Sense

  1. the hearth, fire-place, a pan of coals, a brasier
  2. the watch-fires
  3. an altar for burnt-offerings

Examples

  • καὶ ποιήσεισ αὐτῷ ἐσχάραν ἔργῳ δικτυωτῷ χαλκῆν. καὶ ποιήσεισ τῇ ἐσχάρᾳ τέσσαρασ δακτυλίουσ χαλκοῦσ ὑπὸ τὰ τέσσαρα κλίτη. (Septuagint, Liber Exodus 27:4)
  • καὶ ὑποθήσεισ αὐτοὺσ ὑπὸ τὴν ἐσχάραν τοῦ θυσιαστηρίου κάτωθεν. ἔσται δὲ ἡ ἐσχάρα ἕωσ τοῦ ἡμίσουσ τοῦ θυσιαστηρίου. (Septuagint, Liber Exodus 27:5)
  • ἐσχάρα ἄνθραξι καὶ ξύλα πυρί, ἀνὴρ δὲ λοίδοροσ εἰσ ταραχὴν μάχησ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 26:22)
  • ἐν δὲ τῷ δέχεσθαι μέλη ἐκ χειρῶν ἱερέων, καὶ αὐτὸσ ἑστὼσ παῤ ἐσχάρᾳ βωμοῦ κυκλόθεν αὐτοῦ στέφανοσ ἀδελφῶν, ὡσ βλάστημα κέδρου ἐν τῷ Λιβάνῳ. καὶ ἐκύκλωσαν αὐτὸν ὡσ στελέχη φοινίκων. (Septuagint, Liber Sirach 50:12)
  • καὶ ὁ βασιλεὺσ ἐκάθητο ἐν οἴκῳ χειμερινῷ καὶ ἐσχάρα πυρὸσ κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Ieremiae 43:22)

Synonyms

  1. the watch-fires

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION