Ancient Greek-English Dictionary Language

κράνεια

First declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: κράνεια κράνειης

Structure: κρανει (Stem) + ᾱ (Ending)

Etym.: kra/non

Sense

  1. the cornel-tree, dog-wood

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οὐ σμύρνησ ἐκ Συρίασ ὀδμαὶ λιβάνου τε πνοαί,2 τερενοχρῶτεσ μαζῶν ὄψεισ, ἄρτων, ἀμύλων, πουλυποδείων, χολίκων, δημοῦ, φυσκῶν, ζωμοῦ, τεύτλων, θρίων, λεκίθου, σκορόδων, ἀφύησ, σκόμβρων, ἐνθρυμματίδων, πτισάνησ, ἀθάρησ, κυάμων, λαθύρων, ὤχρων, δολίχων, μέλιτοσ, τυροῦ, χορίων, πυῶν,3 καρύων, χόνδρου, κάραβοι ὀπτοί, τευθίδεσ ὀπταί, κεστρεὺσ ἑφθόσ, σηπίαι ἑφθαί, μύραιν’ ἑφθή, κωβιοὶ ἑφθοί, θυννίδεσ ὀπταί, φυκίδεσ ἑφθαί, βάτραχοι, πέρκαι, συνόδοντεσ, ὄνοι, βατίδεσ, ψῆτται, γαλεόσ, κόκκυξ, θρίσσαι, νάρκαι, ῥίνησ τεμάχη, σχαδόνεσ, βότρυεσ, σῦκα, πλακοῦντεσ, μῆλα, κράνειαι, ῥόαι, ἑρ́πυλλοσ, μήκων, ἀχράδεσ, κνῆκοσ, ἐλᾶαι, στέμφυλ’, ἄμητεσ, πράσα, γήτειον, κρόμμυα, φυστή, βολβοί, καυλοί, σίλφιον, ὄξοσ, μάραθ’, ᾠά, φακῆ, τέττιγεσ, ὀποί· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 7 3:2)
  • μαινὰσ Ἐνυαλίου, πολεμαδόκε, θοῦρι κράνεια, τίσ νύ σε θῆκε θεᾷ δῶρον ἐγερσιμάχᾳ; (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 1221)
  • ἕσταθι τεῖδε, κράνεια βροτοκτόνε, μηδ’ ἔτι λυγρὸν χάλκεον ἀμφ’ ὄνυχα στάζε φόνον δαϊών ἀλλ’ ἀνὰ μαρμάρεον δόμον ἡμένα αἰπὺν Ἀθάνασ, ἄγγελλ’ ἀνορέαν Κρητὸσ Ἐχεκρατίδα. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 1231)
  • μαθόντεσ δὲ ὀργήν σφισιν ἔχειν τὸν θεὸν θυσίαισ ἱλάσκονται καὶ Ἀπόλλωνα ὀνομάζουσι Κάρνειον ἀπὸ τῶν κρανειῶν, ὑπερθέντεσ τὸ ῥῶ κατὰ δή τι ἀρχαῖον. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 13 8:3)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION