Ancient Greek-English Dictionary Language

λαοτύπος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λαοτύπος λαοτύπον

Structure: λαοτυπ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: tu/ptw

Sense

  1. cutting stones
  2. a stone-cutter, statuary

Examples

  • εἰσ τὸ αὐτό οὔπω ἐπισταμένην τάχα κύμβαλα χερσὶ τινάξαι Βάκχην αἰδομένην στήσατο λαοτύποσ οὕτω γὰρ προνένευκεν· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 591)
  • εἰσ τὴν Ἀθηναίων Νέμεσιν Χιονέην με λίθον παλιναυξέοσ ἐκ περιωπῆσ λαοτύποσ τμήξασ πετροτόμοισ ἀκίσι Μῆδοσ ἐποντοπόρευσεν, ὅπωσ ἀνδρείκελα τεύξῃ, τῆσ κατ’ Ἀθηναίων σύμβολα καμμονίησ. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 2211)
  • δίζημαι κατὰ θυμὸν ὅτου χάριν ἁ παροδῖτισ δισσάκι φῖ μοῦνον γράμμα λέλογχε πέτροσ, λαοτύποισ σμίλαισ κεκολαμμένον. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 4291)

Synonyms

  1. cutting stones

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION