헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λάλος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λάλος λάλον

형태분석: λαλ (어간) + ος (어미)

  1. 말이 많은, 수다스러운, 이야기하기 좋아하는
  1. talkative, babbling, loquacious

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 λάλος

말이 많은 (이)가

λάλον

말이 많은 (것)가

속격 λάλου

말이 많은 (이)의

λάλου

말이 많은 (것)의

여격 λάλῳ

말이 많은 (이)에게

λάλῳ

말이 많은 (것)에게

대격 λάλον

말이 많은 (이)를

λάλον

말이 많은 (것)를

호격 λάλε

말이 많은 (이)야

λάλον

말이 많은 (것)야

쌍수주/대/호 λάλω

말이 많은 (이)들이

λάλω

말이 많은 (것)들이

속/여 λάλοιν

말이 많은 (이)들의

λάλοιν

말이 많은 (것)들의

복수주격 λάλοι

말이 많은 (이)들이

λάλα

말이 많은 (것)들이

속격 λάλων

말이 많은 (이)들의

λάλων

말이 많은 (것)들의

여격 λάλοις

말이 많은 (이)들에게

λάλοις

말이 많은 (것)들에게

대격 λάλους

말이 많은 (이)들을

λάλα

말이 많은 (것)들을

호격 λάλοι

말이 많은 (이)들아

λάλα

말이 많은 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 λάλος

λάλου

말이 많은 (이)의

λαλώτερος

λαλωτέρου

더 말이 많은 (이)의

λαλώτατος

λαλωτάτου

가장 말이 많은 (이)의

부사 λάλως

λαλώτερον

λαλώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μέμνημαι γοῦν, ἔφη, καὶ κωμικῶν τινων ἰαμβείων παρ’ ὑμῶν μαθών, τοῖσ γὰρ λάλοισ ἐξ ἄκρου ἡ γλῶττα πᾶσὶν ἐστι τετρυπημένη. (Lucian, Hercules, 5:3)

    (루키아노스, Hercules, 5:3)

  • διὰ τοῦτ’ Ἐρασίστρατοσ μὲν ἐσιώπησεν, Ἀσκληπιάδησ δ’ ἐψεύσατο παραπλησίωσ οἰκέταισ λάλοισ μὲν τὰ πρόσθεν τοῦ βίου καὶ πολλὰ πολλάκισ ἐγκλήματα διαλυσαμένοισ ὑπὸ περιττῆσ πανουργίασ, ἐπ’ αὐτοφώρῳ δέ ποτε κατειλημμένοισ, εἶτ’ οὐδὲν ἐξευρίσκουσι σόφισμα κἄπειτ’ ἐνταῦθα τοῦ μὲν αἰδημονεστέρου σιωπῶντοσ, οἱο͂ν ἀποπληξίᾳ τινὶ κατειλημμένου, τοῦ δ’ ἀναισχυντοτέρου κρύπτοντοσ μὲν ἔθ’ ὑπὸ μάλησ τὸ ζητούμενον, ἐξομνυμένου δὲ καὶ μηδ’ ἑωρακέναι πώποτε φάσκοντοσ. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1648)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 1648)

유의어

  1. 말이 많은

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION