헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πολύλογος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πολύλογος πολύλογον

형태분석: πολυλογ (어간) + ος (어미)

  1. 말이 많은, 수다스러운, 이야기하기 좋아하는
  1. much-talking, talkative, loquacious

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 πολύλογος

말이 많은 (이)가

πολύλογον

말이 많은 (것)가

속격 πολυλόγου

말이 많은 (이)의

πολυλόγου

말이 많은 (것)의

여격 πολυλόγῳ

말이 많은 (이)에게

πολυλόγῳ

말이 많은 (것)에게

대격 πολύλογον

말이 많은 (이)를

πολύλογον

말이 많은 (것)를

호격 πολύλογε

말이 많은 (이)야

πολύλογον

말이 많은 (것)야

쌍수주/대/호 πολυλόγω

말이 많은 (이)들이

πολυλόγω

말이 많은 (것)들이

속/여 πολυλόγοιν

말이 많은 (이)들의

πολυλόγοιν

말이 많은 (것)들의

복수주격 πολύλογοι

말이 많은 (이)들이

πολύλογα

말이 많은 (것)들이

속격 πολυλόγων

말이 많은 (이)들의

πολυλόγων

말이 많은 (것)들의

여격 πολυλόγοις

말이 많은 (이)들에게

πολυλόγοις

말이 많은 (것)들에게

대격 πολυλόγους

말이 많은 (이)들을

πολύλογα

말이 많은 (것)들을

호격 πολύλογοι

말이 많은 (이)들아

πολύλογα

말이 많은 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὴν πόλιν ἅπαντεσ ἡμῶν Ἕλληνεσ ὑπολαμβάνουσιν ὡσ φιλόλογόσ τέ ἐστι καὶ πολύλογοσ, Λακεδαίμονα δὲ καὶ Κρήτην, τὴν μὲν βραχύλογον, τὴν δὲ πολύνοιαν μᾶλλον ἢ πολυλογίαν ἀσκοῦσαν· (Plato, Laws, book 1 105:2)

    (플라톤, Laws, book 1 105:2)

  • καὶ ἦν μὲν ἴσωσ πολυλογώτεροσ, ἅμα μὲν διὰ τὴν παιδείαν, ὅτι ἠναγκάζετο ὑπὸ τοῦ διδασκάλου καὶ διδόναι λόγον ὧν ἐποίει καὶ λαμβάνειν παρ’ ἄλλων, ὁπότε δικάζοι, ἔτι δὲ καὶ διὰ τὸ φιλομαθὴσ εἶναι πολλὰ μὲν αὐτὸσ ἀεὶ τοὺσ παρόντασ ἀνηρώτα πῶσ ἔχοντα τυγχάνοι, καὶ ὅσα αὐτὸσ ὑπ’ ἄλλων ἐρωτῷτο, διὰ τὸ ἀγχίνουσ εἶναι ταχὺ ἀπεκρίνετο, ὥστ’ ἐκ πάντων τούτων ἡ πολυλογία συνελέγετο αὐτῷ· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 4 5:1)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 4 5:1)

유의어

  1. 말이 많은

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION