λάκκος?
2군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사: lakkos
고전 발음: [락꼬스]
신약 발음: [락꼬스]
기본형:
λάκκος
λάκκου
형태분석:
λακκ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 저수지, 구덩이, 저장기
- 구덩이, 저수지, 구렁
- pond in which water-fowl were kept
- cistern, tank
- pit, reservoir
- a kind of garment
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ παρεπορεύοντο οἱ ἄνθρωποι οἱ Μαδιηναῖοι ἔμποροι, καὶ ἐξείλκυσαν καὶ ἀνεβίβασαν τὸν Ἰωσὴφ ἐκ τοῦ λάκκου καὶ ἀπέδοντο τὸν Ἰωσὴφ τοῖς Ἰσμαηλίταις εἴκοσι χρυσῶν, καὶ κατήγαγον τὸν Ἰωσὴφ εἰς Αἴγυπτον. (Septuagint, Liber Genesis 37:28)
(70인역 성경, 창세기 37:28)
- ὁ κύριος τοῦ λάκκου ἀποτίσει. ἀργύριον δώσει τῷ κυρίῳ αὐτῶν, τὸ δὲ τετελευτηκὸς αὐτῷ ἔσται. (Septuagint, Liber Exodus 21:34)
(70인역 성경, 탈출기 21:34)
- πλὴν πηγῶν ὑδάτων καὶ λάκκου καὶ συναγωγῆς ὕδατος, ἔσται καθαρόν. ὁ δὲ ἁπτόμενος τῶν θνησιμαίων αὐτῶν ἀκάθαρτος ἔσται. (Septuagint, Liber Leviticus 11:36)
(70인역 성경, 레위기 11:36)
- παρελευσόμεθα διὰ τῆς γῆς σου, οὐ διελευσόμεθα δι ἀγρῶν, οὐδὲ δι ἀμπελώνων, οὐδὲ πιόμεθα ὕδωρ ἐκ λάκκου σου, ὁδῷ βασιλικῇ πορευσόμεθα, οὐκ ἐκκλινοῦμεν δεξιὰ οὐδὲ εὐώνυμα, ἕως ἂν παρέλθωμεν τὰ ὅριά σου. (Septuagint, Liber Numeri 20:17)
(70인역 성경, 민수기 20:17)
- καὶ ἔλαβεν ἡ γυνὴ καὶ διεπέτασε τὸ ἐπικάλυμμα ἐπὶ πρόσωπον τοῦ λάκκου καὶ ἔψυξεν ἐπ αὐτῷ ἀραφώθ, καὶ οὐκ ἐγνώσθη ρῆμα. (Septuagint, Liber II Samuelis 17:19)
(70인역 성경, 사무엘기 하권 17:19)
유의어
-
저수지
-
구덩이
-
a kind of garment