- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κραιπνός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: kraipnos 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κραιπνός κραιπνή κραιπνόν

형태분석: κραιπν (어간) + ος (어미)

  1. 빠른, 신속한, 격한
  2. 급한, 신속한, 서두르는
  1. rapid, rushing
  2. hasty, rash

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 κραιπνός

빠른 (이)가

κραιπνή

빠른 (이)가

κραιπνόν

빠른 (것)가

속격 κραιπνοῦ

빠른 (이)의

κραιπνῆς

빠른 (이)의

κραιπνοῦ

빠른 (것)의

여격 κραιπνῷ

빠른 (이)에게

κραιπνῇ

빠른 (이)에게

κραιπνῷ

빠른 (것)에게

대격 κραιπνόν

빠른 (이)를

κραιπνήν

빠른 (이)를

κραιπνόν

빠른 (것)를

호격 κραιπνέ

빠른 (이)야

κραιπνή

빠른 (이)야

κραιπνόν

빠른 (것)야

쌍수주/대/호 κραιπνώ

빠른 (이)들이

κραιπνά

빠른 (이)들이

κραιπνώ

빠른 (것)들이

속/여 κραιπνοῖν

빠른 (이)들의

κραιπναῖν

빠른 (이)들의

κραιπνοῖν

빠른 (것)들의

복수주격 κραιπνοί

빠른 (이)들이

κραιπναί

빠른 (이)들이

κραιπνά

빠른 (것)들이

속격 κραιπνῶν

빠른 (이)들의

κραιπνῶν

빠른 (이)들의

κραιπνῶν

빠른 (것)들의

여격 κραιπνοῖς

빠른 (이)들에게

κραιπναῖς

빠른 (이)들에게

κραιπνοῖς

빠른 (것)들에게

대격 κραιπνούς

빠른 (이)들을

κραιπνάς

빠른 (이)들을

κραιπνά

빠른 (것)들을

호격 κραιπνοί

빠른 (이)들아

κραιπναί

빠른 (이)들아

κραιπνά

빠른 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τίς ὁ κραιπνῷ ποδὶ πήδη- μα τόδ εὐπετῶς ἀνᾴσσων· (Aeschylus, Persians, choral, strophe 42)

    (아이스킬로스, 페르시아인들, choral, strophe 42)

  • κραιπνὸς δὲ Νότος κατόπισθεν ἔπειγε νῆα θοήν: (Anonymous, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 27:8)

    (익명 저작, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 27:8)

  • καὶ μὰν Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενον, ὄφρα τις τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτων ἐπιψαύειν ἔραται. (Pindar, Odes, pythian odes, pythian 4 28:1)

    (핀다르, Odes, pythian odes, pythian 4 28:1)

  • δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί, κυλινδέσκοντό τε κραιπνότεραι ἢ βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες: (Pindar, Odes, pythian odes, pythian 4 63:5)

    (핀다르, Odes, pythian odes, pythian 4 63:5)

  • ἐπὶ δὲ σχεδὸν υἱέε δοιὼ Θρηικίου Βορέαο κατ αἰθέρος ἀίξαντε οὐδῷ ἔπι κραιπνοὺς ἔβαλον πόδας: (Apollodorus, Argonautica, book 2 7:18)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 2 7:18)

  • κραιπνὸς δὲ μετέρχεται, εἰσόκε πᾶσαν συμμάρψας ὀλέσῃ γενεὴν καὶ οἶκον ἅπαντα: (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 14, chapter 91 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 14, chapter 91 1:1)

  • κραιπνὸς δὲ μετέρχεται, εἰς ὅ κε πᾶσαν συμμάρψας ὀλέσῃ γενεὴν καὶ οἶκον ἅπαντα. (Herodotus, The Histories, book 6, chapter 86C 2:4)

    (헤로도토스, The Histories, book 6, chapter 86C 2:4)

유의어

  1. 빠른

  2. 급한

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION