헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀκόρητος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀκόρητος ἀκόρητη ἀκόρητον

형태분석: ἀκορητ (어간) + ος (어미)

어원: kore/nnumi

  1. 만족할 줄 모르는, 탐욕스런
  1. insatiate, unsated in or with
  2. unswept, ungrimmed, ungarnished

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀκόρητος

만족할 줄 모르는 (이)가

ἀκόρήτη

만족할 줄 모르는 (이)가

ἀκόρητον

만족할 줄 모르는 (것)가

속격 ἀκορήτου

만족할 줄 모르는 (이)의

ἀκόρήτης

만족할 줄 모르는 (이)의

ἀκορήτου

만족할 줄 모르는 (것)의

여격 ἀκορήτῳ

만족할 줄 모르는 (이)에게

ἀκόρήτῃ

만족할 줄 모르는 (이)에게

ἀκορήτῳ

만족할 줄 모르는 (것)에게

대격 ἀκόρητον

만족할 줄 모르는 (이)를

ἀκόρήτην

만족할 줄 모르는 (이)를

ἀκόρητον

만족할 줄 모르는 (것)를

호격 ἀκόρητε

만족할 줄 모르는 (이)야

ἀκόρήτη

만족할 줄 모르는 (이)야

ἀκόρητον

만족할 줄 모르는 (것)야

쌍수주/대/호 ἀκορήτω

만족할 줄 모르는 (이)들이

ἀκόρήτᾱ

만족할 줄 모르는 (이)들이

ἀκορήτω

만족할 줄 모르는 (것)들이

속/여 ἀκορήτοιν

만족할 줄 모르는 (이)들의

ἀκόρήταιν

만족할 줄 모르는 (이)들의

ἀκορήτοιν

만족할 줄 모르는 (것)들의

복수주격 ἀκόρητοι

만족할 줄 모르는 (이)들이

ἀκό́ρηται

만족할 줄 모르는 (이)들이

ἀκόρητα

만족할 줄 모르는 (것)들이

속격 ἀκορήτων

만족할 줄 모르는 (이)들의

ἀκόρητῶν

만족할 줄 모르는 (이)들의

ἀκορήτων

만족할 줄 모르는 (것)들의

여격 ἀκορήτοις

만족할 줄 모르는 (이)들에게

ἀκόρήταις

만족할 줄 모르는 (이)들에게

ἀκορήτοις

만족할 줄 모르는 (것)들에게

대격 ἀκορήτους

만족할 줄 모르는 (이)들을

ἀκόρήτᾱς

만족할 줄 모르는 (이)들을

ἀκόρητα

만족할 줄 모르는 (것)들을

호격 ἀκόρητοι

만족할 줄 모르는 (이)들아

ἀκό́ρηται

만족할 줄 모르는 (이)들아

ἀκόρητα

만족할 줄 모르는 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ἀκόρητος

ἀκορήτου

만족할 줄 모르는 (이)의

ἀκορητότερος

ἀκορητοτέρου

더 만족할 줄 모르는 (이)의

ἀκορητότατος

ἀκορητοτάτου

가장 만족할 줄 모르는 (이)의

부사 ἀκορήτως

ἀκορητότερον

ἀκορητότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοὶ δ’ ἄμυδισ προγένοντ’ ἴκελοι πυρὶ ἠὲ θυέλλῃ, Κύκνοσ θ’ ἱππόδαμοσ καὶ Ἄρησ ἀκόρητοσ ἀυτῆσ. (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 32:6)

    (헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 32:6)

  • τοῖοσ ἄρ’ Ἀμφιτρυωνιάδησ, ἀκόρητοσ ἀυτῆσ, ἀντίοσ ἔστη Ἄρηοσ, ἐνὶ φρεσὶ θάρσοσ ἀέξων, ἐσσυμένωσ· (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 39:4)

    (헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 39:4)

  • τὸν δ’ ἐπιόντα Ἀμφιτρυωνιάδησ, δεινῆσ ἀκόρητοσ ἀυτῆσ, μηρὸν γυμνωθέντα σάκευσ ὕπο δαιδαλέοιο οὔτασ’ ἐπικρατέωσ· (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 43:7)

    (헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 43:7)

  • ἐμοὶ γὰρ ἦν ἄγροικοσ ἥδιστοσ βίοσ εὐρωτιῶν, ἀκόρητοσ, εἰκῇ κείμενοσ, βρύων μελίτταισ καὶ προβάτοισ καὶ στεμφύλοισ. (Aristophanes, Clouds, Prologue 2:18)

    (아리스토파네스, Clouds, Prologue 2:18)

  • οἳ δὲ μετ’ αὐτὴν σαίνοντεσ πολιοί τε λύκοι χαροποί τε λέοντεσ, ἄρκτοι παρδάλιέσ τε θοαὶ προκάδων ἀκόρητοι ἠίσαν· (Anonymous, Homeric Hymns, 7:9)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 7:9)

  • δόλων ἀκόρητοσ ἐτύχθη ἐν χθονὶ καὶ πελάγεσσι καὶ ἐν νεκύεσσιν Ὀδυσσεύσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 459 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 459 1:1)

유의어

  1. 만족할 줄 모르는

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION