헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κουρεύς

3군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κουρεύς κουρέως

형태분석: κουρευ (어간) + ς (어미)

어원: kei/rw

  1. a barber, hair-cutter

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῖα δὲ δακρύσασα πολύστονοσ ἔννεπε κούρη· (Colluthus, Rape of Helen, book 1170)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 1170)

  • ἡ μὲν ἀλητεύουσα δολοφροσύνῃσιν ὀνείρων μητέρα παπταίνειν ὠίσατο, τοῖα δὲ κούρη ἰάχε θαμβήσασα καὶ ἀχνυμένη περ ἐοῦσα· (Colluthus, Rape of Helen, book 1187)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 1187)

  • ὣσ ἡ μὲν πολύδακρυσ ἐσ ἠέρα φωνήσασα, μητέρα μαστεύουσα, μάτην ἐπλάζετο κούρη. (Colluthus, Rape of Helen, book 1199)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 1199)

  • δεύτερον αὖ θώρηκα περὶ στήθεσσιν ἔδυνε καλὸν χρύσειον πολυδαίδαλον, ὅν οἱ ἔδωκε Παλλὰσ Ἀθηναίη, κούρη Διόσ, ὁππότ’ ἔμελλε τὸ πρῶτον στονόεντασ ἐφορμήσεσθαι ἀέθλουσ. (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 11:2)

    (헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 11:2)

  • αὐτὰρ Ἀθηναίη, κούρη Διὸσ αἰγιόχοιο, ἀντίη ἦλθεν Ἄρηοσ ἐρεμνὴν αἰγίδ’ ἔχουσα· (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 41:1)

    (헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 41:1)

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION