헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κέραμος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κέραμος κεράμου

형태분석: κεραμ (어간) + ος (어미)

  1. 점토, 도토
  2. 벽돌, 타일
  1. potter's clay
  2. earthen vessel, wine-jar
  3. tile

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κέραμος

점토가

κεράμω

점토들이

κέραμοι

점토들이

속격 κεράμου

점토의

κεράμοιν

점토들의

κεράμων

점토들의

여격 κεράμῳ

점토에게

κεράμοιν

점토들에게

κεράμοις

점토들에게

대격 κέραμον

점토를

κεράμω

점토들을

κεράμους

점토들을

호격 κέραμε

점토야

κεράμω

점토들아

κέραμοι

점토들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • γον ὡσ τοὺσ συμμάχουσ ἀφιστάντι καὶ κεκοινωνηκότι τῆσ περὶ Φρέγελλαν ἐνδειχθείσησ συνωμοσίασ, ὁ δὲ πᾶσαν ὑποψίαν ἀπολυσάμενοσ καὶ φανεὶσ καθαρὸσ εὐθὺσ ἐπὶ δημαρχίαν ὡρ́μησε, τῶν μὲν γνωρίμων ἀνδρῶν ὁμαλῶσ ἁπάντων ἐναντιουμένων πρὸσ αὐτόν, ὄχλου δὲ τοσούτου συρρέοντοσ εἰσ τὴν πόλιν ἐκ τῆσ Ἰταλίασ καὶ συναρχαιρεσιάζοντοσ ὡσ πολλοῖσ μὲν οἰκήσεισ ἐπιλιπεῖν, τοῦ δὲ πεδίου μὴ δεξαμένου τὸ πλῆθοσ ἀπὸ τῶν τεγῶν καὶ τῶν κεράμων τὰσ φωνὰσ συνηχεῖν . (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 3 1:2)

    (플루타르코스, Caius Gracchus, chapter 3 1:2)

  • διὰ κάλλοσ δὲ καὶ ὁ μέγιστοσ τῶν θεῶν διὰ κεράμων χρυσὸσ ἔρχεται, ταῦροσ γίνεται, ἀετὸσ πτεροῦται πολλάκισ, ὥσπερ καὶ ἐπ’ Αἰγίνῃ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 20 4:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 20 4:3)

  • ἀκούσασ οὖν ταῦτα ὁ Σωκράτησ, τί ποτέ ἐστιν, ἔφη, ὅτι Κεράμων μὲν πολλοὺσ τρέφων οὐ μόνον ἑαυτῷ τε καὶ τούτοισ τὰ ἐπιτήδεια δύναται παρέχειν, ἀλλὰ καὶ περιποιεῖται τοσαῦτα ὥστε καὶ πλουτεῖν, σὺ δὲ πολλοὺσ τρέφων δέδοικασ μὴ δι’ ἔνδειαν τῶν ἐπιτηδείων ἅπαντεσ ἀπόλησθε; (Xenophon, Memorabilia, , chapter 7 4:1)

    (크세노폰, Memorabilia, , chapter 7 4:1)

  • παιδὸσ ἀφ’ ὑψηλῶν κεράμων ὑπὲρ ἄκρα μέτωπα κύπτοντοσ ̔Μοῖρα νηπιάχοισ ἄφοβον’, μήτηρ ἐξόπιθεν μαζῷ μετέτρεψε νόημα· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 1141)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 1141)

  • ἐντεῦθεν ἐξελαύνει σταθμοὺσ δύο παρασάγγασ δώδεκα ἐσ Κεράμων ἀγοράν, πόλιν οἰκουμένην, ἐσχάτην πρὸσ τῇ Μυσίᾳ χώρᾳ. (Xenophon, Anabasis, , chapter 2 13:1)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 2 13:1)

유의어

  1. 점토

  2. earthen vessel

  3. 벽돌

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION