- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατάσκιος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: kataskios 고전 발음: [까따끼오] 신약 발음: [까따끼오]

기본형: κατάσκιος κατάσκιον

형태분석: κατασκι (어간) + ος (어미)

어원: σκιά

  1. shaded or covered with
  2. overshadowing

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 κατάσκιος

(이)가

κατάσκιον

(것)가

속격 κατασκίου

(이)의

κατασκίου

(것)의

여격 κατασκίῳ

(이)에게

κατασκίῳ

(것)에게

대격 κατάσκιον

(이)를

κατάσκιον

(것)를

호격 κατάσκιε

(이)야

κατάσκιον

(것)야

쌍수주/대/호 κατασκίω

(이)들이

κατασκίω

(것)들이

속/여 κατασκίοιν

(이)들의

κατασκίοιν

(것)들의

복수주격 κατάσκιοι

(이)들이

κατάσκια

(것)들이

속격 κατασκίων

(이)들의

κατασκίων

(것)들의

여격 κατασκίοις

(이)들에게

κατασκίοις

(것)들에게

대격 κατασκίους

(이)들을

κατάσκια

(것)들을

호격 κατάσκιοι

(이)들아

κατάσκια

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμὰν ἥξει, καὶ ὁ ἅγιος ἐξ ὄρους κατασκίου δασέος. . ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἡ ἀρετὴ αὐτοῦ, καὶ αἰνέσεως αὐτοῦ πλήρης ἡ γῆ. (Septuagint, Prophetia Habacuc 3:3)

    (70인역 성경, 하바쿡서 3:3)

  • ἑώρακα τὴν νύκτα καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ἵππον πυρρόν, καὶ οὗτος εἱστήκει ἀνὰ μέσον τῶν ὀρέων τῶν κατασκίων, καὶ ὀπίσω αὐτοῦ ἵπποι πυρροὶ καὶ ψαροὶ καὶ ποικίλοι καὶ λευκοί. (Septuagint, Prophetia Zachariae 1:8)

    (70인역 성경, 즈카르야서 1:8)

  • ὅτι ἀπ αἰῶνος συνέτριψας τὸν ζυγόν σου, διέσπασας τοὺς δεσμούς σου καὶ εἶπας. οὐ δουλεύσω σοι, ἀλλὰ πορεύσομαι ἐπὶ πάντα βουνὸν ὑψηλὸν καὶ ὑποκάτω παντὸς ξύλου κατασκίου, ἐκεῖ διαχυθήσομαι ἐν τῇ πορνείᾳ μου. (Septuagint, Liber Ieremiae 2:19)

    (70인역 성경, 예레미야서 2:19)

  • καὶ εἰσήγαγον αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, ἣν ᾖρα τὴν χεῖρά μου τοῦ δοῦναι αὐτὴν αὐτοῖς, καὶ εἶδον πάντα βουνὸν ὑψηλὸν καὶ πᾶν ξύλον κατάσκιον καὶ ἔθυσαν ἐκεῖ τοῖς θεοῖς αὐτῶν καὶ ἔταξαν ἐκεῖ ὀσμὴν εὐωδίας καὶ ἔσπεισαν ἐκεῖ τὰς σπονδὰς αὐτῶν. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 20:28)

    (70인역 성경, 에제키엘서 20:28)

  • θῆρες δὲ φρίσσους, οὐρὰς δ ὑπὸ μέζε ἔθεντο, τῶν καὶ λάχνῃ δέρμα κατάσκιον: (Hesiod, Works and Days, Book WD 59:4)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 59:4)

  • ὁ δεινός, ὁ ταλαύρινος, ὃς τὴν Γοργόνα πάλλει κραδαίνων τρισὶ κατάσκιος λόφοις. (Aristophanes, Acharnians, Episode7)

    (아리스토파네스, Acharnians, Episode7)

  • ἐκ γὰρ τοῦ Νείλου διώρυχες ἐσέχουσι οὐ συμμίσγουσαι ἀλλήλῃσι, ἀλλ ἄχρι τῆς ἐσόδου τοῦ ἱροῦ ἑκατέρη ἐσέχει, ἣ μὲν τῇ περιρρέουσα ἣ δὲ τῇ, εὖρος ἐοῦσα ἑκατέρη ἑκατὸν ποδῶν, δένδρεσι κατάσκιος. (Herodotus, The Histories, book 2, chapter 138 2:3)

    (헤로도토스, The Histories, book 2, chapter 138 2:3)

유의어

  1. shaded or covered with

  2. overshadowing

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION