헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατασκευαστικός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατασκευαστικός κατασκευαστική κατασκευαστικόν

형태분석: κατασκευαστικ (어간) + ος (어미)

  1. 적극적
  2. 규칙적
  1. fitted for providing, bringing about
  2. (logic) constructive, positive
  3. systematic

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 κατασκευαστικός

(이)가

κατασκευαστική

(이)가

κατασκευαστικόν

(것)가

속격 κατασκευαστικοῦ

(이)의

κατασκευαστικῆς

(이)의

κατασκευαστικοῦ

(것)의

여격 κατασκευαστικῷ

(이)에게

κατασκευαστικῇ

(이)에게

κατασκευαστικῷ

(것)에게

대격 κατασκευαστικόν

(이)를

κατασκευαστικήν

(이)를

κατασκευαστικόν

(것)를

호격 κατασκευαστικέ

(이)야

κατασκευαστική

(이)야

κατασκευαστικόν

(것)야

쌍수주/대/호 κατασκευαστικώ

(이)들이

κατασκευαστικᾱ́

(이)들이

κατασκευαστικώ

(것)들이

속/여 κατασκευαστικοῖν

(이)들의

κατασκευαστικαῖν

(이)들의

κατασκευαστικοῖν

(것)들의

복수주격 κατασκευαστικοί

(이)들이

κατασκευαστικαί

(이)들이

κατασκευαστικά

(것)들이

속격 κατασκευαστικῶν

(이)들의

κατασκευαστικῶν

(이)들의

κατασκευαστικῶν

(것)들의

여격 κατασκευαστικοῖς

(이)들에게

κατασκευαστικαῖς

(이)들에게

κατασκευαστικοῖς

(것)들에게

대격 κατασκευαστικούς

(이)들을

κατασκευαστικᾱ́ς

(이)들을

κατασκευαστικά

(것)들을

호격 κατασκευαστικοί

(이)들아

κατασκευαστικαί

(이)들아

κατασκευαστικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION