Ancient Greek-English Dictionary Language

καταγέλαστος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καταγέλαστος καταγέλαστος καταγέλαστον

Structure: καταγελαστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from katagela/w

Sense

  1. ridiculous, absurd

Examples

  • οὔκουν καταγέλαστοσ δῆτ’ ἔσει τὴν ἡμίκραιραν τὴν ἑτέραν ψιλὴν ἔχων; (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Prologue, iambics 2:29)
  • ὁρῶ γὰρ ὡσ καταγέλαστοσ εἶ. (Aristophanes, Lysistrata, Choral, trochees6)
  • πρῶτα μὲν φαίνει γ’ ἀνήρ, εἶτ’ οὐ καταγέλαστοσ εἶ. (Aristophanes, Lysistrata, Choral, trochees10)
  • ἀλλ’ ὅμωσ οὔτ’ ἂν ἱστὸν οὔτε βιβλίον ἢ λύραν ὁ μὴ μαθὼν μεταχειρίσαιτο, καίπερ εἰσ οὐδὲν μέγα βλαβησόμενοσ, ἀλλ’ αἰδεῖται γενέσθαι καταγέλαστοσ· (Plutarch, An virtus doceri possit, section 2 3:1)
  • καταγέλαστοσ εἶ. (Aristophanes, Clouds, Lyric-Scene, iambics42)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION