Ancient Greek-English Dictionary Language

καθολικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καθολικός καθολική καθολικόν

Structure: καθολικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. general

Examples

  • ἡ μὲν οὖν σεμνότησ καθολικῶσ συνίσταται τριχῇ, κατὰ γνώμην κατὰ σχῆμα καὶ κατὰ ἀπαγγελίαν. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 2:1)
  • βαρύτησ δὲ γίνεται καθολικῶσ κατὰ γνώμην καὶ κατὰ σχῆμα, κατὰ δὲ τὴν ἀπαγγελίαν οὐ πάνυ τι. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 2:1)
  • περιβολὴ δὲ γίνεται καθολικῶσ, κατὰ γνώμην, κατὰ σχῆμα, κατὰ ἀπαγγελίαν. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 2:1)
  • ἐπιμέλεια δὲ γίνεται καθολικῶσ τριχῇ, κατὰ γνώμην, κατὰ σχῆμα, κατὰ ἀπαγγελίαν. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 2:1)
  • γλυκύτησ δὲ γίνεται καθολικῶσ τριχῇ, κατὰ γνώμην, κατὰ σχῆμα, κατὰ ἀπαγγελίαν. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 2:1)

Synonyms

  1. general

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION