Ancient Greek-English Dictionary Language

καθολικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καθολικός καθολική καθολικόν

Structure: καθολικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. general

Examples

  • ἐκ δὲ τῆσ καθολικῆσ ἀποφάσεωσ περὶ αὐτῶν καὶ τοῦ τέλουσ τῆσ φιλοτιμίασ μᾶλλον ἄν τισ εἰσ ἔννοιαν ἔλθοι τῶν προειρημένων. (Polybius, Histories, book 1, chapter 57 4:1)
  • καὶ γὰρ ἂν ἐλλείπειν τι δόξῃ διὰ τῆσ καθολικῆσ ἐμφάσεωσ, ὁ κατὰ μέροσ λόγοσ τῶν ἑξῆσ ῥηθησομένων ἱκανὴν ἀνταπόδοσιν ποιήσει τῶν νῦν ἐπαπορηθέντων. (Polybius, Histories, book 6, chapter 5 3:1)
  • ταῦτα μὲν οὖν ἡμῖν εἰρήσθω πρὸσ τοὺσ ὑπολαμβάνοντασ διὰ τῆσ τῶν κατὰ μέροσ συντάξεωσ ἐμπειρίαν ποιήσασθαι τῆσ καθολικῆσ καὶ κοινῆσ ἱστορίασ. (Polybius, Histories, book 8, chapter 2 11:1)

Synonyms

  1. general

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION