헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καθίστημι

-μι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καθίστημι καταστήσω κατέστησα καθέστακα καθέσταμαι κατεστάθην

형태분석: κατ (접두사) + ί̔στᾱ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 멈추다, 정지시키다, 정지하다, 방해하다
  1. (transitive, active voice of present, imperfect, future, and 1st aorist tenses), I set down, stop, bring to land
  2. I bring down to a place
  3. I bring before a magistrate or king

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθῖστημι

(나는) 멈춘다

καθῖστης

(너는) 멈춘다

καθῖστησιν*

(그는) 멈춘다

쌍수 καθίστατον

(너희 둘은) 멈춘다

καθίστατον

(그 둘은) 멈춘다

복수 καθίσταμεν

(우리는) 멈춘다

καθίστατε

(너희는) 멈춘다

καθιστάᾱσιν*

(그들은) 멈춘다

접속법단수 καθίστω

(나는) 멈추자

καθίστῃς

(너는) 멈추자

καθίστῃ

(그는) 멈추자

쌍수 καθίστητον

(너희 둘은) 멈추자

καθίστητον

(그 둘은) 멈추자

복수 καθίστωμεν

(우리는) 멈추자

καθίστητε

(너희는) 멈추자

καθίστωσιν*

(그들은) 멈추자

기원법단수 καθισταῖην

(나는) 멈추기를 (바라다)

καθισταῖης

(너는) 멈추기를 (바라다)

καθισταῖη

(그는) 멈추기를 (바라다)

쌍수 καθισταῖητον

(너희 둘은) 멈추기를 (바라다)

καθισταίητην

(그 둘은) 멈추기를 (바라다)

복수 καθισταῖημεν

(우리는) 멈추기를 (바라다)

καθισταῖητε

(너희는) 멈추기를 (바라다)

καθισταῖησαν

(그들은) 멈추기를 (바라다)

명령법단수 καθῖστᾱ

(너는) 멈추어라

καθιστάτω

(그는) 멈추어라

쌍수 καθίστατον

(너희 둘은) 멈추어라

καθιστάτων

(그 둘은) 멈추어라

복수 καθίστατε

(너희는) 멈추어라

καθιστάντων

(그들은) 멈추어라

부정사 καθιστάναι

멈추는 것

분사 남성여성중성
καθιστᾱς

καθισταντος

καθιστᾱσα

καθιστᾱσης

καθισταν

καθισταντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθίσταμαι

(나는) 멈춰진다

καθίστασαι

(너는) 멈춰진다

καθίσταται

(그는) 멈춰진다

쌍수 καθίστασθον

(너희 둘은) 멈춰진다

καθίστασθον

(그 둘은) 멈춰진다

복수 καθιστάμεθα

(우리는) 멈춰진다

καθίστασθε

(너희는) 멈춰진다

καθίστανται

(그들은) 멈춰진다

접속법단수 καθίστωμαι

(나는) 멈춰지자

καθίστῃ

(너는) 멈춰지자

καθίστηται

(그는) 멈춰지자

쌍수 καθίστησθον

(너희 둘은) 멈춰지자

καθίστησθον

(그 둘은) 멈춰지자

복수 καθιστώμεθα

(우리는) 멈춰지자

καθίστησθε

(너희는) 멈춰지자

καθίστωνται

(그들은) 멈춰지자

기원법단수 καθισταῖμην

(나는) 멈춰지기를 (바라다)

καθίσταιο

(너는) 멈춰지기를 (바라다)

καθίσταιτο

(그는) 멈춰지기를 (바라다)

쌍수 καθίσταισθον

(너희 둘은) 멈춰지기를 (바라다)

καθισταῖσθην

(그 둘은) 멈춰지기를 (바라다)

복수 καθισταῖμεθα

(우리는) 멈춰지기를 (바라다)

καθίσταισθε

(너희는) 멈춰지기를 (바라다)

καθίσταιντο

(그들은) 멈춰지기를 (바라다)

명령법단수 καθίστασο

(너는) 멈춰져라

καθιστάσθω

(그는) 멈춰져라

쌍수 καθίστασθον

(너희 둘은) 멈춰져라

καθιστάσθων

(그 둘은) 멈춰져라

복수 καθίστασθε

(너희는) 멈춰져라

καθιστάσθων

(그들은) 멈춰져라

부정사 καθίστασθαι

멈춰지는 것

분사 남성여성중성
καθισταμενος

καθισταμενου

καθισταμενη

καθισταμενης

καθισταμενον

καθισταμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστήσω

(나는) 멈추겠다

καταστήσεις

(너는) 멈추겠다

καταστήσει

(그는) 멈추겠다

쌍수 καταστήσετον

(너희 둘은) 멈추겠다

καταστήσετον

(그 둘은) 멈추겠다

복수 καταστήσομεν

(우리는) 멈추겠다

καταστήσετε

(너희는) 멈추겠다

καταστήσουσιν*

(그들은) 멈추겠다

기원법단수 καταστησίημι

(나는) 멈추겠기를 (바라다)

καταστησίης

(너는) 멈추겠기를 (바라다)

καταστησίη

(그는) 멈추겠기를 (바라다)

쌍수 καταστησίητον

(너희 둘은) 멈추겠기를 (바라다)

καταστησιήτην

(그 둘은) 멈추겠기를 (바라다)

복수 καταστησίημεν

(우리는) 멈추겠기를 (바라다)

καταστησίητε

(너희는) 멈추겠기를 (바라다)

καταστησίησαν

(그들은) 멈추겠기를 (바라다)

부정사 καταστήσειν

멈출 것

분사 남성여성중성
καταστησων

καταστησοντος

καταστησουσα

καταστησουσης

καταστησον

καταστησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστήσομαι

(나는) 멈춰지겠다

καταστήσει, καταστήσῃ

(너는) 멈춰지겠다

καταστήσεται

(그는) 멈춰지겠다

쌍수 καταστήσεσθον

(너희 둘은) 멈춰지겠다

καταστήσεσθον

(그 둘은) 멈춰지겠다

복수 καταστησόμεθα

(우리는) 멈춰지겠다

καταστήσεσθε

(너희는) 멈춰지겠다

καταστήσονται

(그들은) 멈춰지겠다

기원법단수 καταστησοίμην

(나는) 멈춰지겠기를 (바라다)

καταστήσοιο

(너는) 멈춰지겠기를 (바라다)

καταστήσοιτο

(그는) 멈춰지겠기를 (바라다)

쌍수 καταστήσοισθον

(너희 둘은) 멈춰지겠기를 (바라다)

καταστησοίσθην

(그 둘은) 멈춰지겠기를 (바라다)

복수 καταστησοίμεθα

(우리는) 멈춰지겠기를 (바라다)

καταστήσοισθε

(너희는) 멈춰지겠기를 (바라다)

καταστήσοιντο

(그들은) 멈춰지겠기를 (바라다)

부정사 καταστήσεσθαι

멈춰질 것

분사 남성여성중성
καταστησομενος

καταστησομενου

καταστησομενη

καταστησομενης

καταστησομενον

καταστησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθῖστην

(나는) 멈추고 있었다

καθῖστης

(너는) 멈추고 있었다

καθῖστην*

(그는) 멈추고 있었다

쌍수 καθῖστατον

(너희 둘은) 멈추고 있었다

καθῑ́στατην

(그 둘은) 멈추고 있었다

복수 καθῖσταμεν

(우리는) 멈추고 있었다

καθῖστατε

(너희는) 멈추고 있었다

καθῖστασαν

(그들은) 멈추고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθῑ́σταμην

(나는) 멈춰지고 있었다

καθῑ́στω, καθῖστασο

(너는) 멈춰지고 있었다

καθῖστατο

(그는) 멈춰지고 있었다

쌍수 καθῖστασθον

(너희 둘은) 멈춰지고 있었다

καθῑ́στασθην

(그 둘은) 멈춰지고 있었다

복수 καθῑ́σταμεθα

(우리는) 멈춰지고 있었다

καθῖστασθε

(너희는) 멈춰지고 있었다

καθῖσταντο

(그들은) 멈춰지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέστησα

(나는) 멈추었다

κατέστησας

(너는) 멈추었다

κατέστησεν*

(그는) 멈추었다

쌍수 κατεστήσατον

(너희 둘은) 멈추었다

κατεστησάτην

(그 둘은) 멈추었다

복수 κατεστήσαμεν

(우리는) 멈추었다

κατεστήσατε

(너희는) 멈추었다

κατέστησαν

(그들은) 멈추었다

접속법단수 καταστήσω

(나는) 멈추었자

καταστήσῃς

(너는) 멈추었자

καταστήσῃ

(그는) 멈추었자

쌍수 καταστήσητον

(너희 둘은) 멈추었자

καταστήσητον

(그 둘은) 멈추었자

복수 καταστήσωμεν

(우리는) 멈추었자

καταστήσητε

(너희는) 멈추었자

καταστήσωσιν*

(그들은) 멈추었자

기원법단수 καταστησίην

(나는) 멈추었기를 (바라다)

καταστησίης

(너는) 멈추었기를 (바라다)

καταστησίη

(그는) 멈추었기를 (바라다)

쌍수 καταστησίητον

(너희 둘은) 멈추었기를 (바라다)

καταστησιήτην

(그 둘은) 멈추었기를 (바라다)

복수 καταστησίημεν

(우리는) 멈추었기를 (바라다)

καταστησίητε

(너희는) 멈추었기를 (바라다)

καταστησίησαν

(그들은) 멈추었기를 (바라다)

명령법단수 καταστήσον

(너는) 멈추었어라

καταστησάτω

(그는) 멈추었어라

쌍수 καταστήσατον

(너희 둘은) 멈추었어라

καταστησάτων

(그 둘은) 멈추었어라

복수 καταστήσατε

(너희는) 멈추었어라

καταστησάντων

(그들은) 멈추었어라

부정사 καταστήσαι

멈추었는 것

분사 남성여성중성
καταστησᾱς

καταστησαντος

καταστησᾱσα

καταστησᾱσης

καταστησαν

καταστησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεστησάμην

(나는) 멈춰졌다

κατεστήσω

(너는) 멈춰졌다

κατεστήσατο

(그는) 멈춰졌다

쌍수 κατεστήσασθον

(너희 둘은) 멈춰졌다

κατεστησάσθην

(그 둘은) 멈춰졌다

복수 κατεστησάμεθα

(우리는) 멈춰졌다

κατεστήσασθε

(너희는) 멈춰졌다

κατεστήσαντο

(그들은) 멈춰졌다

접속법단수 καταστήσωμαι

(나는) 멈춰졌자

καταστήσῃ

(너는) 멈춰졌자

καταστήσηται

(그는) 멈춰졌자

쌍수 καταστήσησθον

(너희 둘은) 멈춰졌자

καταστήσησθον

(그 둘은) 멈춰졌자

복수 καταστησώμεθα

(우리는) 멈춰졌자

καταστήσησθε

(너희는) 멈춰졌자

καταστήσωνται

(그들은) 멈춰졌자

기원법단수 καταστησίμην

(나는) 멈춰졌기를 (바라다)

καταστήσιο

(너는) 멈춰졌기를 (바라다)

καταστήσιτο

(그는) 멈춰졌기를 (바라다)

쌍수 καταστήσισθον

(너희 둘은) 멈춰졌기를 (바라다)

καταστησίσθην

(그 둘은) 멈춰졌기를 (바라다)

복수 καταστησίμεθα

(우리는) 멈춰졌기를 (바라다)

καταστήσισθε

(너희는) 멈춰졌기를 (바라다)

καταστήσιντο

(그들은) 멈춰졌기를 (바라다)

명령법단수 καταστήσαι

(너는) 멈춰졌어라

καταστησάσθω

(그는) 멈춰졌어라

쌍수 καταστήσασθον

(너희 둘은) 멈춰졌어라

καταστησάσθων

(그 둘은) 멈춰졌어라

복수 καταστήσασθε

(너희는) 멈춰졌어라

καταστησάσθων

(그들은) 멈춰졌어라

부정사 καταστήσεσθαι

멈춰졌는 것

분사 남성여성중성
καταστησαμενος

καταστησαμενου

καταστησαμενη

καταστησαμενης

καταστησαμενον

καταστησαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλώμ. τίσ με καταστήσει κριτὴν ἐν τῇ γῇ, καὶ ἐπ’ ἐμὲ ἐλεύσεται πᾶσ ἀνήρ, ᾧ ἐὰν ᾖ ἀντιλογία καὶ κρίσισ, καὶ δικαιώσω αὐτόν̣ (Septuagint, Liber II Samuelis 15:4)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 15:4)

  • καὶ καταστήσει ὁ βασιλεὺσ κωμάρχασ ἐν πάσαισ ταῖσ χώραισ τῆσ βασιλείασ αὐτοῦ, καὶ ἐπιλεξάτωσαν κοράσια παρθενικὰ καλὰ τῷ εἴδει εἰσ Σοῦσαν τὴν πόλιν εἰσ τὸν γυναικῶνα. καὶ παραδοθήτωσαν τῷ εὐνούχῳ τοῦ βασιλέωσ τῷ φύλακι τῶν γυναικῶν, καὶ δοθήτω σμῆγμα καὶ ἡ λοιπὴ ἐπιμέλεια. (Septuagint, Liber Esther 2:3)

    (70인역 성경, 에스테르기 2:3)

  • ταῦτα γὰρ ἅπαντ’ ἐστὶν ἐφ’ ὑμῖν νῦν, καὶ πεντακόσιοι καὶ χίλιοι ὄντεσ τὴν ἁπάσησ τῆσ πόλεωσ σωτηρίαν ἐν ταῖσ χερσὶν ἔχετε, καὶ ἡ τήμερον ἡμέρα καὶ ἡ ὑμετέρα ψῆφοσ πολλὴν ἀσφάλειαν τῇ πόλει καταστήσει τὰ δίκαια ὑμῶν ἐθελόντων κρίνειν, ἢ μοχθηρὰσ ἐλπίδασ ποιήσετε πάντασ ἔχειν τοιαῦθ’ ὑμῶν ἔθη καθιστάντων. (Dinarchus, Speeches, 129:2)

    (디나르코스, 연설, 129:2)

  • ὃ μὴ πάθητε νῦν ὑμεῖσ, μηδ’ οἰέσθε νόμον τοιοῦτον θέσθαι δεῖν, ὃσ καλῶσ τε πράττουσαν τὴν πόλιν ἡμῶν πονηρᾶσ δόξησ ἀναπλήσει, ἐάν τέ τι συμβῇ ποτέ, ἔρημον τῶν ἐθελησόντων ἀγαθόν τι ποιεῖν καταστήσει. (Demosthenes, Speeches 11-20, 67:2)

    (데모스테네스, Speeches 11-20, 67:2)

  • ὁ δ’ ἔγραψεν, καὶ εἴ τινι προστετίμηται κατὰ νόμον ἢ κατὰ ψήφισμα, τὸν δῆμον τούτῳ χρηματίζειν, ὅπωσ ἃ μὲν ἔγνω τὸ δικαστήριον λυθήσεται, καταστήσει δ’ ἐγγυητὰσ ὁ ὀφλών. (Demosthenes, Speeches 21-30, 78:3)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 78:3)

유의어

  1. I bring down to a place

  2. I bring before a magistrate or king

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION