헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καθεύδω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καθεύδω καθευδήσω ἐκαθεύδησα καθεύδηκα

형태분석: κατ (접두사) + εύ̔δ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 눕다, 자다
  2. 자듯이 눕다, 가만히 눕다
  3. 자다, 휴식하다, 가만히 있다
  1. to lie down to sleep, sleep
  2. (figuratively) to lie asleep, lie idle
  3. (of things) to sleep, lie still, be at rest

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθεύδω

(나는) 눕는다

καθεύδεις

(너는) 눕는다

καθεύδει

(그는) 눕는다

쌍수 καθεύδετον

(너희 둘은) 눕는다

καθεύδετον

(그 둘은) 눕는다

복수 καθεύδομεν

(우리는) 눕는다

καθεύδετε

(너희는) 눕는다

καθεύδουσιν*

(그들은) 눕는다

접속법단수 καθεύδω

(나는) 눕자

καθεύδῃς

(너는) 눕자

καθεύδῃ

(그는) 눕자

쌍수 καθεύδητον

(너희 둘은) 눕자

καθεύδητον

(그 둘은) 눕자

복수 καθεύδωμεν

(우리는) 눕자

καθεύδητε

(너희는) 눕자

καθεύδωσιν*

(그들은) 눕자

기원법단수 καθεύδοιμι

(나는) 눕기를 (바라다)

καθεύδοις

(너는) 눕기를 (바라다)

καθεύδοι

(그는) 눕기를 (바라다)

쌍수 καθεύδοιτον

(너희 둘은) 눕기를 (바라다)

καθευδοίτην

(그 둘은) 눕기를 (바라다)

복수 καθεύδοιμεν

(우리는) 눕기를 (바라다)

καθεύδοιτε

(너희는) 눕기를 (바라다)

καθεύδοιεν

(그들은) 눕기를 (바라다)

명령법단수 καθεύδε

(너는) 누워라

καθευδέτω

(그는) 누워라

쌍수 καθεύδετον

(너희 둘은) 누워라

καθευδέτων

(그 둘은) 누워라

복수 καθεύδετε

(너희는) 누워라

καθευδόντων, καθευδέτωσαν

(그들은) 누워라

부정사 καθεύδειν

눕는 것

분사 남성여성중성
καθευδων

καθευδοντος

καθευδουσα

καθευδουσης

καθευδον

καθευδοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθεύδομαι

(나는) 누워진다

καθεύδει, καθεύδῃ

(너는) 누워진다

καθεύδεται

(그는) 누워진다

쌍수 καθεύδεσθον

(너희 둘은) 누워진다

καθεύδεσθον

(그 둘은) 누워진다

복수 καθευδόμεθα

(우리는) 누워진다

καθεύδεσθε

(너희는) 누워진다

καθεύδονται

(그들은) 누워진다

접속법단수 καθεύδωμαι

(나는) 누워지자

καθεύδῃ

(너는) 누워지자

καθεύδηται

(그는) 누워지자

쌍수 καθεύδησθον

(너희 둘은) 누워지자

καθεύδησθον

(그 둘은) 누워지자

복수 καθευδώμεθα

(우리는) 누워지자

καθεύδησθε

(너희는) 누워지자

καθεύδωνται

(그들은) 누워지자

기원법단수 καθευδοίμην

(나는) 누워지기를 (바라다)

καθεύδοιο

(너는) 누워지기를 (바라다)

καθεύδοιτο

(그는) 누워지기를 (바라다)

쌍수 καθεύδοισθον

(너희 둘은) 누워지기를 (바라다)

καθευδοίσθην

(그 둘은) 누워지기를 (바라다)

복수 καθευδοίμεθα

(우리는) 누워지기를 (바라다)

καθεύδοισθε

(너희는) 누워지기를 (바라다)

καθεύδοιντο

(그들은) 누워지기를 (바라다)

명령법단수 καθεύδου

(너는) 누워져라

καθευδέσθω

(그는) 누워져라

쌍수 καθεύδεσθον

(너희 둘은) 누워져라

καθευδέσθων

(그 둘은) 누워져라

복수 καθεύδεσθε

(너희는) 누워져라

καθευδέσθων, καθευδέσθωσαν

(그들은) 누워져라

부정사 καθεύδεσθαι

누워지는 것

분사 남성여성중성
καθευδομενος

καθευδομενου

καθευδομενη

καθευδομενης

καθευδομενον

καθευδομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθευδήσω

(나는) 눕겠다

καθευδήσεις

(너는) 눕겠다

καθευδήσει

(그는) 눕겠다

쌍수 καθευδήσετον

(너희 둘은) 눕겠다

καθευδήσετον

(그 둘은) 눕겠다

복수 καθευδήσομεν

(우리는) 눕겠다

καθευδήσετε

(너희는) 눕겠다

καθευδήσουσιν*

(그들은) 눕겠다

기원법단수 καθευδήσοιμι

(나는) 눕겠기를 (바라다)

καθευδήσοις

(너는) 눕겠기를 (바라다)

καθευδήσοι

(그는) 눕겠기를 (바라다)

쌍수 καθευδήσοιτον

(너희 둘은) 눕겠기를 (바라다)

καθευδησοίτην

(그 둘은) 눕겠기를 (바라다)

복수 καθευδήσοιμεν

(우리는) 눕겠기를 (바라다)

καθευδήσοιτε

(너희는) 눕겠기를 (바라다)

καθευδήσοιεν

(그들은) 눕겠기를 (바라다)

부정사 καθευδήσειν

누울 것

분사 남성여성중성
καθευδησων

καθευδησοντος

καθευδησουσα

καθευδησουσης

καθευδησον

καθευδησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθευδήσομαι

(나는) 누워지겠다

καθευδήσει, καθευδήσῃ

(너는) 누워지겠다

καθευδήσεται

(그는) 누워지겠다

쌍수 καθευδήσεσθον

(너희 둘은) 누워지겠다

καθευδήσεσθον

(그 둘은) 누워지겠다

복수 καθευδησόμεθα

(우리는) 누워지겠다

καθευδήσεσθε

(너희는) 누워지겠다

καθευδήσονται

(그들은) 누워지겠다

기원법단수 καθευδησοίμην

(나는) 누워지겠기를 (바라다)

καθευδήσοιο

(너는) 누워지겠기를 (바라다)

καθευδήσοιτο

(그는) 누워지겠기를 (바라다)

쌍수 καθευδήσοισθον

(너희 둘은) 누워지겠기를 (바라다)

καθευδησοίσθην

(그 둘은) 누워지겠기를 (바라다)

복수 καθευδησοίμεθα

(우리는) 누워지겠기를 (바라다)

καθευδήσοισθε

(너희는) 누워지겠기를 (바라다)

καθευδήσοιντο

(그들은) 누워지겠기를 (바라다)

부정사 καθευδήσεσθαι

누워질 것

분사 남성여성중성
καθευδησομενος

καθευδησομενου

καθευδησομενη

καθευδησομενης

καθευδησομενον

καθευδησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κάτηὑδον

(나는) 눕고 있었다

κάτηὑδες

(너는) 눕고 있었다

κάτηὑδεν*

(그는) 눕고 있었다

쌍수 κατηῦ̔δετον

(너희 둘은) 눕고 있었다

κατηύ̔δετην

(그 둘은) 눕고 있었다

복수 κατηῦ̔δομεν

(우리는) 눕고 있었다

κατηῦ̔δετε

(너희는) 눕고 있었다

κάτηὑδον

(그들은) 눕고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηύ̔δομην

(나는) 누워지고 있었다

κατηῦ̔δου

(너는) 누워지고 있었다

κατηῦ̔δετο

(그는) 누워지고 있었다

쌍수 κατηῦ̔δεσθον

(너희 둘은) 누워지고 있었다

κατηύ̔δεσθην

(그 둘은) 누워지고 있었다

복수 κατηύ̔δομεθα

(우리는) 누워지고 있었다

κατηῦ̔δεσθε

(너희는) 누워지고 있었다

κατηῦ̔δοντο

(그들은) 누워지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηῦ̔δησα

(나는) 누웠다

κατηῦ̔δησας

(너는) 누웠다

κατηῦ̔δησεν*

(그는) 누웠다

쌍수 κατηύ̔δησατον

(너희 둘은) 누웠다

κατηὑδῆσατην

(그 둘은) 누웠다

복수 κατηύ̔δησαμεν

(우리는) 누웠다

κατηύ̔δησατε

(너희는) 누웠다

κατηῦ̔δησαν

(그들은) 누웠다

접속법단수 καθευδήσω

(나는) 누웠자

καθευδήσῃς

(너는) 누웠자

καθευδήσῃ

(그는) 누웠자

쌍수 καθευδήσητον

(너희 둘은) 누웠자

καθευδήσητον

(그 둘은) 누웠자

복수 καθευδήσωμεν

(우리는) 누웠자

καθευδήσητε

(너희는) 누웠자

καθευδήσωσιν*

(그들은) 누웠자

기원법단수 καθευδήσαιμι

(나는) 누웠기를 (바라다)

καθευδήσαις

(너는) 누웠기를 (바라다)

καθευδήσαι

(그는) 누웠기를 (바라다)

쌍수 καθευδήσαιτον

(너희 둘은) 누웠기를 (바라다)

καθευδησαίτην

(그 둘은) 누웠기를 (바라다)

복수 καθευδήσαιμεν

(우리는) 누웠기를 (바라다)

καθευδήσαιτε

(너희는) 누웠기를 (바라다)

καθευδήσαιεν

(그들은) 누웠기를 (바라다)

명령법단수 καθεύδησον

(너는) 누웠어라

καθευδησάτω

(그는) 누웠어라

쌍수 καθευδήσατον

(너희 둘은) 누웠어라

καθευδησάτων

(그 둘은) 누웠어라

복수 καθευδήσατε

(너희는) 누웠어라

καθευδησάντων

(그들은) 누웠어라

부정사 καθευδήσαι

누웠는 것

분사 남성여성중성
καθευδησᾱς

καθευδησαντος

καθευδησᾱσα

καθευδησᾱσης

καθευδησαν

καθευδησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηὑδῆσαμην

(나는) 누워졌다

κατηύ̔δησω

(너는) 누워졌다

κατηύ̔δησατο

(그는) 누워졌다

쌍수 κατηύ̔δησασθον

(너희 둘은) 누워졌다

κατηὑδῆσασθην

(그 둘은) 누워졌다

복수 κατηὑδῆσαμεθα

(우리는) 누워졌다

κατηύ̔δησασθε

(너희는) 누워졌다

κατηύ̔δησαντο

(그들은) 누워졌다

접속법단수 καθευδήσωμαι

(나는) 누워졌자

καθευδήσῃ

(너는) 누워졌자

καθευδήσηται

(그는) 누워졌자

쌍수 καθευδήσησθον

(너희 둘은) 누워졌자

καθευδήσησθον

(그 둘은) 누워졌자

복수 καθευδησώμεθα

(우리는) 누워졌자

καθευδήσησθε

(너희는) 누워졌자

καθευδήσωνται

(그들은) 누워졌자

기원법단수 καθευδησαίμην

(나는) 누워졌기를 (바라다)

καθευδήσαιο

(너는) 누워졌기를 (바라다)

καθευδήσαιτο

(그는) 누워졌기를 (바라다)

쌍수 καθευδήσαισθον

(너희 둘은) 누워졌기를 (바라다)

καθευδησαίσθην

(그 둘은) 누워졌기를 (바라다)

복수 καθευδησαίμεθα

(우리는) 누워졌기를 (바라다)

καθευδήσαισθε

(너희는) 누워졌기를 (바라다)

καθευδήσαιντο

(그들은) 누워졌기를 (바라다)

명령법단수 καθεύδησαι

(너는) 누워졌어라

καθευδησάσθω

(그는) 누워졌어라

쌍수 καθευδήσασθον

(너희 둘은) 누워졌어라

καθευδησάσθων

(그 둘은) 누워졌어라

복수 καθευδήσασθε

(너희는) 누워졌어라

καθευδησάσθων

(그들은) 누워졌어라

부정사 καθευδήσεσθαι

누워졌는 것

분사 남성여성중성
καθευδησαμενος

καθευδησαμενου

καθευδησαμενη

καθευδησαμενης

καθευδησαμενον

καθευδησαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 눕다

  2. 자듯이 눕다

  3. 자다

관련어

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION