ἐπιψεύδομαι
비축약 동사;
이상동사
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐπιψεύδομαι
형태분석:
ἐπι
(접두사)
+
ψεύδ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- 위조하다, 불순하게 하다
- to lie still more
- to attribute falsehood to
- to falsify
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- κἂν εἴ τι ἐπιψεύδοιντο ἡμῖν, ἀλλ̓ οἵ γε ἀκούοντεσ ἐπίστευον ἂν ὡσ ἀκριβῶσ εἰδόσιν ἐκ τοῦ συγγεγονέναι. (Lucian, Saturnalia, letter 4 2:3)
(루키아노스, Saturnalia, letter 4 2:3)
- τί τοιοῦτον, ὦ Μνήσιππε, ὑμεῖσ ἔχοιτε ἂν εἰπεῖν, εἰ καὶ ἄλλουσ σοι δέκα δοίη τισ ἐπὶ τοῖσ πέντε καταριθμήσασθαι, ἀνωμότουσ, εἰ βούλει, ὡσ καὶ πολλὰ ἐπιψεύδοιο αὐτοῖσ ; (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 41:1)
(루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 41:1)
- ἡγεῖτο γὰρ πολλὰ μὲν ἐπιψεύδεσθαι τῶν οὐ προσόντων τὴν καινότητα τοῖσ φοβεροῖσ, ἐν δὲ τῇ συνηθείᾳ καὶ τὰ τῇ φύσει δεινὰ τὴν ἔκπληξιν ἀποβάλλειν. (Plutarch, Caius Marius, chapter 16 2:2)
(플루타르코스, Caius Marius, chapter 16 2:2)
- οἱ μὲν <οὖν> δειλοὶ καὶ θρασεῖσ ἐπιψεύδονται διὰ τὰσ ἕξεισ· (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 3 39:1)
(아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 3 39:1)
- ἕκαστοσ δέ τισ προσποιεῖται καὶ τῆσ βουλῆσ μετεσχηκέναι καὶ πλείστουσ ἀπεκτονέναι, χαλεπὸν δὲ εὑρεῖν ὅπου οὐχὶ καὶ ἐπιψεύδονται, πλέονασ φάσκοντεσ ἀπεκτονέναι ἢ ὅσοι ἂν τῷ ὄντι ἀποθάνωσιν· (Xenophon, Minor Works, , chapter 2 17:1)
(크세노폰, Minor Works, , chapter 2 17:1)
유의어
-
to lie still more
-
위조하다