헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καμάρᾱ

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καμάρᾱ καμάρας

형태분석: καμαρ (어간) + ᾱ (어미)

  1. Anything with an arched cover such as a covered carriage or boat, a vaulted chamber, or a vault.

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κατὰ δὲ τὰσ τῆσ καμάρασ γωνίασ ἐφ’ ἑκάστησ ἦν πλευρᾶσ Νίκη χρυσῆ τροπαιοφόροσ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 26 6:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 26 6:2)

  • ἐπάνω δὲ τῆσ καμάρασ κατὰ μέσην τὴν κορυφὴν φοινικὶσ ὑπῆρχεν ὑπαίθριοσ, ἔχουσα χρυσοῦν στέφανον ἐλαίασ εὐμεγέθη, πρὸσ ὃν ὁ ἥλιοσ προσβάλλων τὰσ ἀκτῖνασ κατεσκεύαζε τὴν αὐγὴν ἀποστίλβουσαν καὶ σειομένην, ὥστ’ ἐκ μακροῦ διαστήματοσ ὁρᾶσθαι τὴν πρόσοψιν ἀστραπῇ παραπλησίαν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 27 2:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 27 2:2)

  • μεταλλεύοντέσ τε τὰσ ὑπονόμουσ σήραγγασ ἕτεροι καὶ πλάττοντεσ τὰσ ἐν αὐταῖσ καμάρασ καὶ τὰσ παστάδασ ἐγείροντεσ, καὶ τοῖσ ταῦτα πράττουσι χειροτέχναισ ὑπηρετοῦντεσ χαλκοτύποι τε καὶ τέκτονεσ καὶ λιθουργοὶ τῶν ἰδιωτικῶν ἔργων ἀφεστῶτεσ ἐπὶ ταῖσ δημοσίαισ κατείχοντο χρείαισ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 44 3:3)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 44 3:3)

  • ἐξ ὀπτῆσ δὲ πλίνθου συνοικοδομήσασα τὰσ καμάρασ ἐξ ἑκατέρου μέρουσ ἀσφάλτῳ κατέχρισεν ἡψημένῃ, μέχρι οὗ τὸ πάχοσ τοῦ χρίσματοσ ἐποίησε πηχῶν τεττάρων. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 9 2:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 9 2:2)

  • σκεπαζομένησ οὖν τῆσ καμάρασ, ἐν ταύτῃ τὸ βαρύτατον τοῦ καύματοσ ἀναπαύονται, τῆσ κατὰ φύσιν χρείασ αὐτοδίδακτον τέχνην ὑφηγουμένησ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 19 2:3)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 19 2:3)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION