헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καμάρᾱ

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καμάρᾱ καμάρας

형태분석: καμαρ (어간) + ᾱ (어미)

  1. Anything with an arched cover such as a covered carriage or boat, a vaulted chamber, or a vault.

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μετὰ δὲ ταῦτα παρέστησαν τὴν τοῦτο κομιοῦσαν ἁρμάμαξαν, ἧσ κατεσκεύαστο κατὰ μὲν τὴν κορυφὴν καμάρα χρυσῆ, ἔχουσα φολίδα λιθοκόλλητον, ἧσ ἦν τὸ μὲν πλάτοσ ὀκτὼ πηχῶν, τὸ δὲ μῆκοσ δώδεκα, ὑπὸ δὲ τὴν ὑπωροφίαν παρ’ ὅλον τὸ ἔργον θριγκὸσ χρυσοῦσ, τῷ σχήματι τετράγωνοσ, ἔχων τραγελάφων προτομὰσ ἐκτύπουσ, ἐξ ὧν ἤρτηντο κρίκοι χρυσοῖ διπάλαιστοι, δι’ ὧν κατακεκρέμαστο στέμμα πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῖσ διαπρεπῶσ κατηνθισμένον. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 26 5:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 26 5:1)

  • κατὰ δὲ μέσον τὸ μῆκοσ εἶχον πόλον ἐνηρμοσμένον μηχανικῶσ ἐν μέσῃ τῇ καμάρᾳ, ὥστε δύνασθαι διὰ τούτου τὴν καμάραν ἀσάλευτον εἶναι κατὰ τοὺσ σεισμοὺσ καὶ ἀνωμάλουσ τόπουσ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 27 4:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 27 4:1)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION