- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καμάρα?

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: kamarā 고전 발음: [까마라:] 신약 발음: [까마라]

기본형: καμάρα καμάρας

형태분석: καμαρ (어간) + α (어미)

  1. Anything with an arched cover such as a covered carriage or boat, a vaulted chamber, or a vault.

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τῶν δ οὖν καμαρῶν στόλους κατασκευαζόμενοι καὶ ἐπιπλέοντες τοτὲ μὲν ταῖς ὁλκάσι τοτὲ δὲ χώρᾳ τινὶ ἢ καὶ πόλει θαλαττοκρατοῦσι. (Strabo, Geography, Book 11, chapter 2 18:5)

    (스트라본, 지리학, Book 11, chapter 2 18:5)

  • μετὰ δὲ ταῦτα παρέστησαν τὴν τοῦτο κομιοῦσαν ἁρμάμαξαν, ἧς κατεσκεύαστο κατὰ μὲν τὴν κορυφὴν καμάρα χρυσῆ, ἔχουσα φολίδα λιθοκόλλητον, ἧς ἦν τὸ μὲν πλάτος ὀκτὼ πηχῶν, τὸ δὲ μῆκος δώδεκα, ὑπὸ δὲ τὴν ὑπωροφίαν παρ ὅλον τὸ ἔργον θριγκὸς χρυσοῦς, τῷ σχήματι τετράγωνος, ἔχων τραγελάφων προτομὰς ἐκτύπους, ἐξ ὧν ἤρτηντο κρίκοι χρυσοῖ διπάλαιστοι, δι ὧν κατακεκρέμαστο στέμμα πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῖς διαπρεπῶς κατηνθισμένον. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 26 5:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 26 5:1)

  • κατὰ δὲ μέσον τὸ μῆκος εἶχον πόλον ἐνηρμοσμένον μηχανικῶς ἐν μέσῃ τῇ καμάρᾳ, ὥστε δύνασθαι διὰ τούτου τὴν καμάραν ἀσάλευτον εἶναι κατὰ τοὺς σεισμοὺς καὶ ἀνωμάλους τόπους. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 27 4:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 27 4:1)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION