- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κάκωσις?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: kakōsis 고전 발음: [까꼬:시] 신약 발음: [까꼬시]

기본형: κάκωσις κάκωσεως

형태분석: κακωσι (어간) + ς (어미)

어원: κακόω

  1. 손해, 불행, 불운
  1. ill-treatment, a distressing, harassing
  2. for ill-usage or neglect of parents
  3. damage, misfortune

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν. ἰδὼν εἶδον τὴν κάκωσιν τοῦ λαοῦ μου τοῦ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τῆς κραυγῆς αὐτῶν ἀκήκοα ἀπὸ τῶν ἐργοδιωκτῶν. οἶδα γὰρ τὴν ὀδύνην αὐτῶν, (Septuagint, Liber Exodus 3:7)

    (70인역 성경, 탈출기 3:7)

  • πῶς γὰρ δυνήσομαι ἰδεῖν τὴν κάκωσιν τοῦ λαοῦ μου καὶ πῶς δυνήσομαι σωθῆναι ἐν τῇ ἀπωλείᾳ τῆς πατρίδος μου; (Septuagint, Liber Esther 8:6)

    (70인역 성경, 에스테르기 8:6)

  • ὁ δὲ πενθῶν κάθηται παντὶ τῷ προστυχόντι παρέχων ὥσπερ ῥεῦμα κινεῖν καὶ διαγριαίνειν τὸ πάθος, ἐκ μικροῦ τοῦ γαργαλίζοντος καὶ κινοῦντος εἰς πολλὴν καὶ δυσχερῆ κάκωσιν ἀναξαινόμενον. (Plutarch, Consolatio ad uxorem, section 7 4:1)

    (플루타르코스, Consolatio ad uxorem, section 7 4:1)

  • ὁ δὲ Ῥωμύλος οὔτε ἀνδρὶ κατὰ γυναικὸς ἐγκλήματα δοὺς φθαρείσης ἢ τὸν οἶκον ἀδίκως ἀπολιπούσης οὔτε γαμετῇ κατ ἀνδρὸς αἰτιωμένῃ κάκωσιν ἢ ἄδικον ἀπόλειψιν οὔτε περὶ προικὸς ἀποδόσεως ἢ κομιδῆς νόμους θεὶς οὔτε ἄλλο τῶν παραπλησίων τούτοις διορίσας οὐδ ὁτιοῦν, ἕνα δὲ νόμον ὑπὲρ ἁπάντων εὖ ἔχοντα, ὡς αὐτὰ τὰ ἔργα ἐδήλωσε, καταστησάμενος εἰς σωφροσύνην καὶ πολλὴν εὐκοσμίαν ἤγαγε τὰς γυναῖκας. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 25 1:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 25 1:1)

  • ἰδὼν εἶδον τὴν κάκωσιν τοῦ λαοῦ μου τοῦ ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ τοῦ στεναγμοῦ αὐτοῦ ἤκουσα, καὶ κατέβην ἐξελέσθαι αὐτούς: (, chapter 1 246:1)

    (, chapter 1 246:1)

  • εἰ δ οὕτω σὺ ποιεῖς μοι, ἀπόκτεινόν με ἀναιρέσει, εἰ εὕρηκα ἔλεος παρὰ σοί, ἵνα μὴ ἴδω τὴν κάκωσίν μου. (Septuagint, Liber Numeri 11:15)

    (70인역 성경, 민수기 11:15)

유의어

  1. for ill-usage or neglect of parents

  2. 손해

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION