- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κάκωσις?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: kakōsis 고전 발음: [까꼬:시] 신약 발음: [까꼬시]

기본형: κάκωσις κάκωσεως

형태분석: κακωσι (어간) + ς (어미)

어원: κακόω

  1. 손해, 불행, 불운
  1. ill-treatment, a distressing, harassing
  2. for ill-usage or neglect of parents
  3. damage, misfortune

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπεν. ἀναβιβάσω ὑμᾶς ἐκ τῆς κακώσεως τῶν Αἰγυπτίων εἰς τὴν γῆν τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ Ἀμορραίων καὶ Φερεζαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Εὐαίων καὶ Ἰεβουσαίων, εἰς γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι. (Septuagint, Liber Exodus 3:17)

    (70인역 성경, 탈출기 3:17)

  • οὐ φαγῇ ἐπ᾿ αὐτοῦ ζύμην. ἑπτὰ ἡμέρας φαγῇ ἐπ᾿ αὐτοῦ ἄζυμα, ἄρτον κακώσεως, ὅτι ἐν σπουδῇ ἐξήλθετε ἐξ Αἰγύπτου. ἵνα μνησθῆτε τὴν ἡμέραν τῆς ἐξοδίας ὑμῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ὑμῶν. (Septuagint, Liber Deuteronomii 16:3)

    (70인역 성경, 신명기 16:3)

  • ὅτι ἐταπείνωσας ἡμᾶς ἐν τόπῳ κακώσεως, καὶ ἐπεκάλυψεν ἡμᾶς σκιὰ θανάτου. (Septuagint, Liber Psalmorum 43:20)

    (70인역 성경, 시편 43:20)

  • ἀνελεήμων ὁ μὴ συντηρῶν λόγους καὶ οὐ μὴ φείσηται περὶ κακώσεως καὶ δεσμῶν. (Septuagint, Liber Sirach 13:12)

    (70인역 성경, Liber Sirach 13:12)

  • σύγκλεισον ἐλεημοσύνην ἐν τοῖς ταμείοις σου, καὶ αὕτη ἐξελεῖταί σε ἐκ πάσης κακώσεως. (Septuagint, Liber Sirach 29:12)

    (70인역 성경, Liber Sirach 29:12)

  • προέφθασάν με ἐν ἡμέρᾳ κακώσεώς μου, καὶ ἐγένετο Κύριος ἀντιστήριγμά μου (Septuagint, Liber Psalmorum 17:19)

    (70인역 성경, 시편 17:19)

유의어

  1. for ill-usage or neglect of parents

  2. 손해

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION