- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κάκωσις?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: kakōsis 고전 발음: [까꼬:시] 신약 발음: [까꼬시]

기본형: κάκωσις κάκωσεως

형태분석: κακωσι (어간) + ς (어미)

어원: κακόω

  1. 손해, 불행, 불운
  1. ill-treatment, a distressing, harassing
  2. for ill-usage or neglect of parents
  3. damage, misfortune

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡνίκα ἂν ἐγκαταλίπητε Κύριον καὶ λατρεύσητε θεοῖς ἑτέροις, καὶ ἐπελθὼν κακώσει ὑμᾶς καὶ ἐξαναλώσει ὑμᾶς ἀνθ ὧν εὖ ἐποίησεν ὑμᾶς. (Septuagint, Liber Iosue 24:20)

    (70인역 성경, 여호수아기 24:20)

  • αὐτὸς γὰρ ὁ τὴν κατοικίαν ἐπουράνιον ἔχων, ἐπόπτης ἐστὶ καὶ βοηθὸς ἐκείνου τοῦ τόπου καὶ τοὺς παραγινομένους ἐπὶ κακώσει τύπτων ἀπόλλυσι. (Septuagint, Liber Maccabees II 3:39)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 3:39)

  • ὅτι πλειστάκις πονηρεύσεταί σε καὶ καθόδους πολλὰς κακώσει καρδίαν σου, ὅτι ὡς καί γε σὺ κατηράσω ἑτέρους. (Septuagint, Liber Ecclesiastes 7:22)

    (70인역 성경, 코헬렛 7:22)

  • ἰδοὺ Κύριος Κύριος βοηθήσει μοι. τίς κακώσει με; ἰδοὺ πάντες ὑμεῖς ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσεσθε, καὶ ὡς σὴς καταφάγεται ὑμᾶς. (Septuagint, Liber Isaiae 50:9)

    (70인역 성경, 이사야서 50:9)

  • οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει. (Septuagint, Liber Isaiae 53:4)

    (70인역 성경, 이사야서 53:4)

유의어

  1. for ill-usage or neglect of parents

  2. 손해

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION