Ancient Greek-English Dictionary Language

καινοτομία

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καινοτομία

Structure: καινοτομι (Stem) + ᾱ (Ending)

Etym.: from kainoto/mos

Sense

  1. innovation
  2. novelty

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἄλλασ ἄλλοτε παρεκβάσεισ καὶ καινοτομίασ ἀνευρίσκων οὐδὲν ἴχνοσ ἐμφανὲσ οὐδ’ ἐναργὲσ ἀπολέλοιπε τῆσ φύσεωσ. (Plutarch, De amore prolis, section 1 4:1)
  • ὁ δὲ δεσπότησ ἐν ἀνθρώπῳ καὶ αὐτοκρατὴσ λόγοσ ἄλλασ ἄλλοτε παρεκβάσεισ καὶ καινοτομίασ ἀνευρίσκων οὐδὲν ἴχνοσ ἐμφανὲσ οὐδ’ ἐναργὲσ ἀπολέλοιπε τῆσ φύσεωσ. (Plutarch, De amore prolis, section 1 11:1)
  • "ὁ δ’ Ἀρκεσίλαοσ τοσοῦτον ἀπέδει τοῦ καινοτομίασ τινὰ δόξαν ἀγαπᾶν καὶ ὑποποιεῖσθαί τι τῶν παλαιῶν, ὥστ’ ἐγκαλεῖν τοὺσ τότε σοφιστάσ, ὅτι προστρίβεται Σωκράτει καὶ Πλάτωνι καὶ Παρμενίδῃ καὶ Ἡρακλείτῳ τὰ περὶ τῆσ ἐποχῆσ δόγματα καὶ τῆσ ἀκαταληψίασ, οὐδὲν δεομένοισ, ἀλλ’ οἱο͂ν ἀναγωγὴν καὶ βεβαίωσιν αὐτῶν εἰσ ἄνδρασ ἐνδόξουσ ποιούμενοσ. (Plutarch, Adversus Colotem, section 263)
  • ἡ μὲν οὖν ἐπὶ τῇ ῥητορικῇ δόξα μέχρι νῦν διαμένει, καίπερ οὐ μικρᾶσ γεγενημένησ περὶ τοὺσ λόγουσ καινοτομίασ, τὴν δὲ ποιητικὴν αὐτοῦ, πολλῶν εὐφυῶν ἐπιγενομένων, παντάπασιν ἀκλεῆ καί ἄτιμον ἔρρειν συμβέβηκεν. (Plutarch, Cicero, chapter 2 4:1)
  • "μεγάλασ ἔσχηκε τῷ ὄντι παραλλαγὰσ καὶ καινοτομίασ τῶν δ’ ἐνταῦθα πολλοὺσ ἴσμεν χρησοὺσ καὶ τότε καταλογάδην ἐκφερομένουσ καὶ περὶ πραγμάτων οὐ τῶν τυχόντων· (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 191)

Synonyms

  1. innovation

  2. novelty

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION