γράφω
Non-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
γράφω
γράψω
ἔγραψα
γέγραφα
γέγραμμαι
ἐγράφην
Structure:
γράφ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I scratch, carve
- I draw, sketch
- I write
- I indict, prosecute
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Προσπεσόντοσ δὲ τοῦ γραφέντοσ προστάγματοσ παρὰ Ἀρταξέρξου βασιλέωσ πρὸσ Ἔσδραν τὸν ἱερέα καὶ ἀναγνώστην τοῦ νόμου Κυρίου, οὗ ἐστιν ἀντίγραφον τὸ ὑποκείμενον. (Septuagint, Liber Esdrae I 8:8)
- τοῦ γὰρ ὁμοίου Αἰάντοσ αὐτῷ γραφέντοσ οὕτω κοσμίωσ καὶ σωφρόνωσ τὴν μανίαν ὑπεκρίνατο ὡσ ἐπαινεθῆναι, μείνασ ἐντὸσ τῶν τῆσ ὀρχήσεωσ ὁρ́ων καὶ μὴ παροινήσασ εἰσ τὴν ὑπόκρισιν. (Lucian, De saltatione, (no name) 84:3)
- ἀκούσατε, ὦ Ἀθηναῖοι, κἀκείνου τοῦ ψηφίσματοσ τοῦ γραφέντοσ ὑπὸ Δημοσθένουσ, ὃ τεταραγμένησ τῆσ πόλεωσ μετὰ τὴν ἐν Χαιρωνείᾳ μάχην ἔγραψεν ὁ δημοτικὸσ οὗτοσ, καὶ τῆσ μαντείασ τῆσ ἐλθούσησ ἐκ Δωδώνησ παρὰ τοῦ Διὸσ τοῦ Δωδωναίου· (Dinarchus, Speeches, 94:1)
- καὶ τοῦ δόγματοσ τούτου γραφέντοσ εἰσελθὼν ἐκεῖνοσ οὐκ ἔπαθε νέου πάθοσ ἀπὸ μηδενὸσ λαμπροῦ προεληλυθότοσ ἄρτι πρὸσ τὴν πολιτείαν, ἀλλ’ ἑαυτῷ διδοὺσ ἤδη φρονεῖν ἡλίκον αἱ μετέπειτα πράξεισ ἔδωκαν, ἠπείλησε τὸν Κότταν ἀπάξειν εἰσ τὸ δεσμωτήριον, εἰ μὴ διαγράψειε τὸ δόγμα, τοῦ δὲ πρὸσ Μέτελλον τραπομένου καὶ γνώμην ἐρωτῶντοσ, Μέτελλοσ μὲν ἀναστὰσ συνηγόρει τῷ ὑπάτῳ, Μάριοσ δὲ τὸν ὑπηρέτην μεταπεμψάμενοσ ἔξωθεν ἐκέλευεν ἀπάγειν αὐτὸν τὸν Μέτελλον εἰσ τὸ δεσμωτήριον. (Plutarch, Caius Marius, chapter 4 2:2)
- ὁ δὲ Γέλλιοσ ἀριστεῖα καὶ τιμὰσ αὐτῷ διαπρεπεῖσ ἔγραψεν, ἃσ ἐκεῖνοσ οὐκ ἔλαβεν οὐδὲ προσήκατο, φήσασ ἄξιον μηθὲν εἰργάσθαι τιμῶν, ἔκ τε δὴ τούτων ἀλλόκοτοσ ἐδόκει, καὶ νόμου γραφέντοσ ὅπωσ τοῖσ παραγγέλλουσιν εἰσ ἀρχὴν ὀνοματολόγοι μὴ παρῶσι, χιλιαρχίαν μετιὼν μόνοσ ἐπείθετο τῷ νόμῳ καὶ δι’ αὑτοῦ ποιησάμενοσ ἔργον ἀσπάζεσθαι καὶ προσαγορεύειν τοὺσ ἐντυγχάνοντασ, οὐδὲ αὐτοῖσ ἀνεπαχθὴσ ἦν τοῖσ ἐπαινοῦσιν, ὅσον μᾶλλον ἐνόουν τὸ καλὸν ὧν ἐπετήδευε, τὸ δυσμίμητον αὐτῶν βαρυνομένοισ. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 8 2:1)
Synonyms
-
I scratch
- κνάω (to scratch, to scratch oneself)
-
I draw
-
I write
-
I indict
Derived
- ἀναγράφω (to engrave and set up, to inscribe, register)
- ἀπογράφω (to write off, copy: to enter in a list, register)
- διαγράφω (to mark out by lines, delineate, to draw a line through)
- ἐγγράφω (to mark in or on, to paint on, to inscribe)
- εἰσγράφω (to write in, inscribe, to have oneself written)
- ἐκγράφω (to write out, to write out or copy for oneself)
- ἐπιγράφω (to mark the surface, just pierce, graze)
- καταγράφω (to scratch away, lacerate, to engrave)
- μεταγράφω (to write differently, to alter or correct what one has written, to alter the record)
- παραγράφω (to write by the side, to add, to enroll)
- περιγράφω (to draw a line round, mark round, to draw)
- προγράφω (to write before or first, to give public notice of, to summon by public notice)
- προσγράφω (to write besides, add in writing, conditions added to a treaty)
- προσεγγράφω (to inscribe besides upon a pillar, to add a limiting clause)
- προσεπιγράφω (to write on besides)
- συγγράφω (to write or note down, to have, written down)
- συναναγράφω (to register or record together)
- ὑπογράφω (to write under, to sign )