γλῶσσα
First declension Noun; Feminine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
γλῶσσα
γλώσσης
Structure:
γλωσς
(Stem)
+
α
(Ending)
Etym.: (어원이 불명확함.)
Sense
- a tongue
- a language
- the mouthpiece of a pipe
Declension
First declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- στόμα δικαίου μελετήσει σοφίαν, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ λαλήσει κρίσιν. (Septuagint, Liber Psalmorum 36:30)
- καὶ ἐρρύσατο τὴν ψυχήν μου ἐκ μέσου σκύμνων. ἐκοιμήθην τεταραγμένοσ. υἱοὶ ἀνθρώπων, οἱ ὀδόντεσ αὐτῶν ὅπλα καὶ βέλη, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῶν μάχαιρα ὀξεῖα. (Septuagint, Liber Psalmorum 56:5)
- ὅπωσ ἂν βαφῇ ὁ πούσ σου ἐν αἵματι, ἡ γλῶσσα τῶν κυνῶν σου ἐξ ἐχθρῶν παῤ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Psalmorum 67:24)
- ἔθεντο εἰσ οὐρανὸν τὸ στόμα αὐτῶν, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῶν διῆλθεν ἐπὶ τῆσ γῆσ. (Septuagint, Liber Psalmorum 72:9)
- τότε ἐπλήσθη χαρᾶσ τὸ στόμα ἡμῶν καὶ ἡ γλῶσσα ἡμῶν ἀγαλλιάσεωσ. τότε ἐροῦσιν ἐν τοῖσ ἔθνεσιν. ἐμεγάλυνε Κύριοσ τοῦ ποιῆσαι μετ̓ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Psalmorum 125:2)
- διὰ τοῦτο ηὐφράνθη ἡ καρδία μου, καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου, ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ̓ ἐλπίδι, (Septuagint, Liber Psalmorum 15:9)
- ἐξηράνθη ὡσεὶ ὄστρακον ἡ ἰσχύσ μου, καὶ ἡ γλῶσσά μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί μου, καὶ εἰσ χοῦν θανάτου κατήγαγέσ με. (Septuagint, Liber Psalmorum 21:16)
- καὶ ἡ γλῶσσά μου μελετήσει τὴν δικαιοσύνην σου, ὅλην τὴν ἡμέραν τὸν ἔπαινόν σου. (Septuagint, Liber Psalmorum 34:28)
- ΕΞΗΡΕΥΞΑΤΟ ἡ καρδία μου λόγον ἀγαθόν, λέγω ἐγὼ τὰ ἔργα μου τῷ βασιλεῖ, ἡ γλῶσσά μου κάλαμοσ γραμματέωσ ὀξυγράφου. (Septuagint, Liber Psalmorum 44:2)
Synonyms
-
a tongue
-
a language
-
the mouthpiece of a pipe
- σῦριγξ (mouthpiece of an αὐλός )
- γλωσσόκομον (a case for the mouthpiece of a pipe, a case, casket)